Οι επιζώντες με λοίμωξη COVID-19 παρουσιάζουν εντονότερη έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας από εκείνους που αναρρώνουν από πνευμονία, η οποία προκαλείται από άλλες λοιμώξεις. H δε μείωση της νεφρικής λειτουργίας, που μετράται με τον εκτιμώμενο ρυθμό σπειραματικής διήθησης (eGFR), είναι ιδιαίτερα απότομη μεταξύ των ατόμων που χρειάζονται νοσηλεία για το COVID-19.
Ήδη γνωρίζουμαι ότι η μόλυνση με SARS-CoV-2 είχε συσχετιστεί με οξεία νεφρική βλάβη, αλλά η πιθανή επίδρασή του στη μακροπρόθεσμη νεφρική λειτουργία παραμένει ασαφής. Οι ερευνητές του London School of Hygiene & Tropical Medicine του Λονδίνου, διερεύνησαν την πτώση της νεφρικής λειτουργίας μετά από λοίμωξη COVID-19 έναντι της πνευμονίας, όπως δημοσιεύτηκε στο medspace.com. Στη μελέτη παρελήφθησαν νοσηλευόμενοι και μη νοσηλευόμενοι ενήλικες από το Πρόγραμμα Μετρήσεων Κρεατινίνης της Στοκχόλμης, οι οποίοι είχαν τουλάχιστον μία μέτρηση eGFR κατά τα δυο έτη πριν από ένα θετικό αποτέλεσμα της εξέτασης COVID-19 ή τη διάγνωση της πνευμονίας.
Η μελέτη
Στη μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο στο JAMA Network Open, συμπεριλήφθηκαν 134.565 άτομα (διάμεση ηλικία 51 ετών, 55,6% γυναίκες) που είχαν την πρώτη τους λοίμωξη από SARS-CoV-2 το διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου 2020 και Ιανουαρίου 2022. Εξ αυτώ το 13,3% χρειάστηκε νοσηλεία εντός 28 ημερών από το πρώτο θετικό αποτέλεσμα της εξέτασης COVID-19. Στη συνέχεια, τα στοιχεία τους τέθηκαν σε σύγκριση με 35.987 ασθενείς (διάμεση ηλικία 71 έτη- 53,8% γυναίκες) που διαγνώστηκαν με πνευμονία μεταξύ Φεβρουαρίου 2018 και Ιανουαρίου 2020- το 46,5% από αυτούς χρειάστηκε νοσηλεία.
Το πρωτεύον μέτρο έκβασης επικεντρώθηκε στη μέση ετήσια μεταβολή των κλίσεων του eGFR πριν και μετά από κάθε λοίμωξη- το δευτερεύον αποτέλεσμα που αξιολογήθηκε ήταν η ετήσια μεταβολή των κλίσεων του eGFR μετά τη λοίμωξη μεταξύ των περιπτώσεων COVID-19 και των περιπτώσεων πνευμονίας.
Ευρήματα
Στην ομάδα με πνευμονία, παρατηρήθηκε μείωση του eGFR τόσο πριν όσο και μετά τη λοίμωξη.
Αντίθετα, σε ασθενείς μετά την λοίμωξη COVID-19, η μέση ετήσια μείωση του eGFR ήταν 3,4% (95% CI, 3,2%-3,5%), αυξανόμενη σε 5,4% (95% CI, 5,2%-5,6%) για όσους νοσηλεύτηκαν.
Ακόμη, η ομάδα της πνευμονίας παρουσίασε μέση ετήσια μείωση 2,3% (95% CI, 2,1%-2,5%) μετά τη λοίμωξη, η οποία παρέμεινε αμετάβλητη όταν αναλύθηκαν μόνο οι ασθενείς που νοσηλεύτηκαν.
Ο κίνδυνος για μείωση του eGFR κατά 25% ήταν υψηλότερος στους ασθενείς με COVID-19 από ό,τι στους ασθενείς με πνευμονία (λόγος κινδύνου [HR], 1,19; 95% CI, 1,07-1,34), ενώ ο κίνδυνος ήταν ακόμη υψηλότερος μεταξύ εκείνων που χρειάστηκαν νοσηλεία (HR, 1,42; 95% CI, 1,22-1,64).
«Τα ευρήματα αυτά βοηθούν στην ενημέρωση των αποφάσεων σχετικά με την ανάγκη παρακολούθησης της νεφρικής λειτουργίας στους επιζώντες COVID-19 και θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής όσον αφορά τον μελλοντικό σχεδιασμό της υγειονομικής περίθαλψης και την παροχή νεφρικών υπηρεσιών», έγραψαν οι συγγραφείς.
Σημειώνεται ότι από τη μελέτη αυτή απουσίαζαν πληροφορίες σχετικά με σημαντικούς συγχυτικούς παράγοντες, όπως είναι η εθνικότητα και ο δείκτης μάζας σώματος. Επίσης, ο χρόνος παρακολούθησης ήταν περιορισμένος ώστε να αξιολογηθεί η μακροπρόθεσμη συσχέτισή τους.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ