Του Χρήστου Ζηλίδη Καθηγητή Κοινωνικής Ιατρικής και Επιδημιολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Γίνεται αρκετή συζήτηση για το αν πρέπει να κάνουμε μαζικά τεστ για τον κοροναϊό στον πληθυσμό, και ποια θα ήταν το όφελος από αυτό. Μάλιστα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προτρέπει για την όσο το δυνατόν ευρύτερη εφαρμογή των διαγνωστικών εξετάσεων, ώστε αφενός να έχουμε καλύτερη εικόνα της πανδημίας και αφετέρου να επιτευχθεί το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό ανίχνευσης των ατόμων που έχουν μολυνθεί και να εφαρμοσθούν μέτρα απομόνωσης.
Πώς όμως εφαρμόζεται αυτή η προτροπή; Ποια είναι η καταλληλότερη στρατηγική; Η μαζική εφαρμογή σε «τυχαίο δείγμα» του πληθυσμού; Η διενέργεια εξετάσεων από τις υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας; ή η επιλεκτική εφαρμογή σε συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού; Θα εξηγήσω ότι αυτό που εφαρμόζουμε τώρα, είναι (σχεδόν) η καλύτερη δυνατή στρατηγική, και μια αλλαγή στρατηγικής αυτή τη στιγμή, μόνο αρνητικές επιπτώσεις θα είχε.
Μέχρι σήμερα στη Ελλάδα έχουν πραγματοποιηθεί περίπου 17.000 τεστ για τον κορoνaϊό, τα οποία οδήγησαν στην ανίχνευση περίπου 1.300 κρουσμάτων. Δεν έχουν ανακοινωθεί στοιχεία για την αναλογία των ασυμπτωματικών, αλλά αν δεχθούμε τα αποτελέσματα από τη μελέτη στο Diamond Princess, περίπου τα μισά θα πρέπει να είναι ασυμπτωματικά. Έτσι, με τον μέχρι τώρα επιπολασμό (=συχνότητα) της λοίμωξης στον πληθυσμό, η στρατηγική με την οποία εφαρμόσθηκαν οι 15.000 εξετάσεις επέτυχε να ανιχνεύσει 650 κρούσματα με συμπτώματα, και 650 ασυμπτωματικούς φορείς του ιού. Τι θα είχαμε επιτύχει εάν εκτελούσαμε παράλληλα και άλλες 17.000 εξετάσεις της ίδιας αξιοπιστίας στον γενικό πληθυσμό;
Για να μετρήσουμε (με πιθανότητα 95% και αποδεκτή απόκλιση 50%) ένα νόσημα με επιπολασμό 1 τοις χιλίοις, απαιτείται ένα μέγεθος δείγματος περίπου 15.000 ατόμων και άρα 15.000 τεστ. Κάθε τεστ έχει μια ορισμένη «ευαισθησία» (ποσοστό ορθής ανίχνευσης μεταξύ αυτών που έχουν μολυνθεί) και «ειδικότητα» (ποσοστό ορθώς αρνητικών αποτελεσμάτων μεταξύ των υγιών). Η ευαισθησία και η ειδικότητα εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες (τεχνολογία, δείγμα, συνθήκες κλπ), και γι αυτό, καμία εξέταση δεν έχει ευαισθησία και ειδικότητα 100%.
Ας θεωρήσουμε όμως, ότι εμείς θα εφαρμόσουμε το κατάλληλο τεστ με τεχνική αρτιότητα που εξασφαλίζει ευαισθησία και ειδικότητα 99,9%, δηλαδή βγάζει λάθος αποτέλεσμα μόνο ένα στα χίλια. Τα 15.000 τεστ που απαιτούνται, θα μας ανιχνεύσουν τους 15 φορείς που υπάρχουν στο δείγμα και παράλληλα (επειδή η εξέταση έχει «ειδικότητα» 99,9%) θα μας χαρακτηρίσουν κατά λάθος ως φορείς άλλα 15 άτομα που είναι υγιείς. Θα μας δείξει λοιπόν έναν «παρατηρηθέντα» επιπολασμό διπλάσιο από τον πραγματικό, τον οποίο όμως μπορούμε να διορθώσουμε, γνωρίζοντας την ειδικότητα της εξέτασης. Το πρόβλημα γίνεται ανεξέλεγκτο εάν δεν γνωρίζουμε την ειδικότητα, και ακόμη περισσότερο, εάν κατά την εκτέλεση της μελέτης στον πληθυσμό, το τεστ πραγματοποιηθεί με διαφορετική ειδικότητα σε διάφορες περιοχές της χώρας. Σκεφτείτε να βρίσκαμε «παρατηρηθέντα» επιπολασμό 2 τοις χιλίοις στην Αθήνα και 4 τοις χιλίοις σε μια περιφέρεια όπου έχουμε ελάχιστους ασθενείς! Τι συμπεράσματα θα βγάζαμε; Η ορθή μέτρηση προϋποθέτει τα τεστ να γίνουν με την ίδια μέθοδο, ίδιες συνθήκες και ίδια τεχνική αρτιότητα, που θα εξασφαλίζει σταθερή ευαισθησία και ειδικότητα σε όλο το εύρος της μελέτης.
Παράλληλα, για να γίνουν τα 15.000 τεστ, θα απαιτηθεί ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Με τους ρυθμούς όμως που τρέχει η επιδημία, η συχνότητα που θα έχουμε στο τέλος υπολογίσει, θα έχει ξεπεραστεί σημαντικά, οι αριθμοί δεν θα ισχύουν πλέον και ο κίνδυνος τότε θα ήταν, να έχουμε υποεκτιμήσει την πραγματική έκταση της επιδημίας! Συνεπώς, μάλλον σωστά αυτή τη στιγμή δεν σπαταλούνται δυνάμεις για τη μέτρηση του επιπολασμού στη χώρα μας. Η τακτική που εφαρμόζει σήμερα ο ΕΟΔΥ, δηλαδή η διενέργεια εκτιμήσεων για το μέγεθος της επιδημίας με βάση τους συμπτωματικούς ασθενείς, είναι ενδεχομένως – με τα σημερινά δεδομένα – πιο αξιόπιστη ακόμη και από μια επιδημιολογική μελέτη σαν αυτή που περιγράψαμε. Και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερο κόστος και σπατάλη δυνάμεων.
Από όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό, ότι η επιλεκτική εφαρμογή του τεστ σε ειδικές ομάδες και με ειδικούς στόχους, παραμένει στην παρούσα φάση η αποτελεσματικότερη στρατηγική. Και η στρατηγική αυτή, εκτός από την «ιχνηλάτηση» και τον έλεγχο των επαφών των κρουσμάτων, μπορεί να περιλάβει άλλες ομάδες κρίσιμης σημασίας στη μετάδοση της νόσου, όπως προσωπικό υπηρεσιών υγείας (συμπεριλαμβανομένων ιδιωτικών κλινικών, οδοντιατρείων, φαρμακείων κλπ), κοινωνικής φροντίδας (γηροκομείων, μονάδων φιλοξενίας ασθενών, προσφύγων κλπ), υπηρεσιών που εποπτεύουν την τήρηση της καραντίνας και απομόνωσης, εργαζομένων στις μεταφορές, τις διανομές και τα καταστήματα τροφίμων, εργαζομένων σε επιχειρήσεις που συναλλάσσονται με το κοινό, επιχειρήσεις με μεγάλο αριθμό εργαζομένων και συνθήκες που ευνοούν τη μετάδοση κλπ. Και ακόμη, πρέπει να επεκταθεί στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων απομόνωσης και καραντίνας που εφαρμόζουμε, ώστε να μπορέσουμε να τα βελτιώσουμε.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι, ότι η στρατηγική που εφαρμόζει σήμερα ο ΕΟΔΥ στη χρήση των διαγνωστικών τεστ είναι (σχεδόν) η καλύτερη δυνατή και η πλέον επιστημονικά τεκμηριωμένη. Και είναι τμήμα μιας συνολικότερα αποτελεσματικής στρατηγικής αντιμετώπισης της πανδημίας, ανάμεσα στις αποτελεσματικότερες της Ευρώπης. Και γι αυτό πρέπει να υπάρχει εμπιστοσύνη στα μέτρα που λαμβάνονται και στις στρατηγικές που εφαρμόζονται, διότι αυτές ακριβώς υπαγορεύουν τα επιστημονικά δεδομένα.
Πηγή: www.newsit.gr
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ