Ο συνδυασμός των μονοκλωνικών αντισωμάτων Casirivimab και imdevimab καταδείχθηκε σε κλινική μελέτη αποτελεσματικός στην αντιμετώπιση μη νοσηλευόμενων ασθενών με COVID-19. Στόχος είναι η πρόληψη της λοίμωξης σε άτομα που ήρθαν σε στενή επαφή με κρούσματα.
Ζωτικής σημασίας θεωρείται ότι είναι ο συνδυασμός για ορισμένες ειδικές ομάδες πληθυσμού που δεν μπορούν να εμβολιαστούν ή στους οποίους ο εμβολιασμός δεν είναι αποτελεσματικός. Τα μονοκλωνικά αντισώματα έναντι πρωτεϊνών του ιού SARS-CoV-2 εκτιμάται ότι μπορούν να μειώσουνν την πιθανότητα σοβαρής νόσου σε άτομα που μολύνθηκαν και που έχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών σε περίπτωση σοβαρής COVΙD-19.
Οι καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν αυτά τα δεδομένα
Ειδικότερα τα συμπεράσματα της κλινικής δοκιμήςδημοσιεύθηκαν στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό JAMA. Η εν λόγω μελέτη, τυχαιοποιημένη φάσης 3 κλινική δοκιμή, διπλή-τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο αξιολόγησε την επίδραση του συνδυασμού (που χορηγείται υποδορίως) casirivimab και imdevimab στην εξέλιξη από την πρώιμη ασυμπτωματική λοίμωξη SARS-CoV-2 σε συμπτωματική COVID-19. Ο πληθυσμός της μελέτης ήταν άτομα που είχαν στενές οικιακές επαφές με φορέα του SARS-CoV-2 και δεν εμφάνιζαν ακόμα συμπτώματα της νόσου.
Συγκεκριμένα, εντάσσονταν στη μελέτη εφόσον είχαν περάσει λιγότερο από 96 ώρες από το πρώτο θετικό μοριακό τεστ στο αρχικό πρώτο κρούσμα (που αποτέλεσε την αρχική επαφή υψηλού κινδύνου). Η μελέτη διεξήχθη σε 112 κέντρα στις ΗΠΑ, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία από τον Ιούλιο του 2020 έως τον Ιανουάριο 2021. Ο πληθυσμός της μελέτης τυχαιοποιήθηκε σε αναλογία 1:1 για να λάβουν μια υποδόρια δόση casirivimab και imdevimab (σε δόση 1200 mg, 600 mg το καθένα, n = 158) ή να λάβουν εικονικό φάρμακο (n = 156).
Ως κύριο καταληκτικό σημείο της μελέτης ορίστηκε το ποσοστό των οροαρνητικών συμμετεχόντων (δηλαδή ατόμων που δεν είχαν προηγούμενη ανοσία έναντι του ιού) που ανέπτυξαν συμπτωματική νόσο COVID-19 κατά τη διάρκεια της περιόδου αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των 28 ημερών. Τα βασικά δευτερεύοντα τελικά σημεία αποτελεσματικότητας ήταν ο αριθμός των εβδομάδων συμπτωματικής μόλυνσης από τον SARS-CoV-2 και ο αριθμός των εβδομάδων με υψηλό ιϊκό φορτίο (>4 log10 αντίγραφα/mL).
Μεταξύ των 314 τυχαιοποιημένων συμμετεχόντων (με διάμεση ηλικία 41 έτη, εκ των οποίων 51,6% γυναίκες), οι 310 (99,7%) ολοκλήρωσαν την παρακολούθηση για την περίοδο αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας. Τα 204 άτομα ήταν ασυμπτωματικά και οροαρνητικά (δηλαδή δεν είχαν αντισώματά έναντι τoυ SARS-CoV-2) κατά την έναρξη της μελέτης και συμπεριλήφθηκαν στην πρωτογενή ανάλυση αποτελεσματικότητας.
Η υποδόρια χορήγηση casirivimab και imdevimab απέτρεψε σε σημαντικό βαθμό την εξέλιξη σε συμπτωματική νόσο (29/100 [29%] με το φάρμακο έναντι 44/104 [42.3%] με το εικονικό φάρμακο. Ο σχετικός λόγος πιθανοτήτων ήταν 0.54 και απόλυτη διαφορά κινδύνου −13,3%. Η διαφορά αυτή ήταν στατιστικά σημαντική (p=0.04).
Ο συνδυασμός casirivimab/imdevimab :
Μεταξύ των ασυμπτωματικών ατόμων που είχαν θετικό μοριακό τεστ για τον SARS-CoV-2 μετά από στενή οικιακή επαφή με μολυσμένο άτομο, η θεραπεία με τον υποδόριο συνδυασμό μονοκλωνικών αντισωμάτων casirivimab και imdevimab μείωσε σημαντικά τη συχνότητα εμφάνισης συμπτωματικής COVID-19 έναντι του εικονικού φαρμάκου.
Όμως η μελέτη έχει ορισμένους περιορισμούς. Οι σημαντικότεροι είναι ότι αυτή η μελέτη διεξήχθη πριν από τον εκτεταμένο εμβολιασμό και την εμφάνιση των παραλλαγών του ιού Delta (B.1.617.2) και Omicron (B.1.1.529) ενώ το μέγεθος του δείγματος ήταν σχετικά μικρό.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ