Στην έγκαιρη διάγνωση μιας κληρονομικής μορφής της νόσου Alzheimer θα συμβάλλει αιματολογική εξέταση για την πρωτεΐνη GFAP, σύμφωνα με νέα μελέτη. Πρόκειται για πιθανό βιοδείκτη που θα εντοπίζει τη νόσο στα πολύ πρώιμα στάδια της νόσου, ακόμη και 10 χρόνια πριν.
Από τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μελέτη, η οποία διεξήχθη από ερευνητές του Karolinska Institutet και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Brain, εκτιμάται ότι στο μέλλον θα οδηγήσει στην έγκαιρη ανίχνευση αυτής της σοβαρής και συχνής ασθένειας, σύμφωνα με το medexpress.com. Ειδικότερα, η πρωτεΐνη GFAP μπορεί να λειτουργήσει ως βιοδείκτης για ενεργοποιημένα ανοσοκύτταρα στον εγκέφαλο και αντανακλά αλλαγές στον εγκέφαλο λόγω της νόσου Αλτσχάιμερ που συμβαίνουν πριν από τη συσσώρευση της πρωτεΐνης tau και τη μετρήσιμη νευρωνική βλάβη, σύμφωνα με τη συγγραφέα της μελέτης Charlotte Johansson, διδακτορική φοιτήτρια στο Τμήμα Νευροβιολιογίας, Επιστημών Φροντίδας και Κοινωνίας, Karolinska Institutet. Σύμφωνα με την ίδια μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μη επεμβατικός βιοδείκτης για την πρώιμη ενεργοποίηση ανοσοποιητικών κυττάρων. Το γεγονός αυτό μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων και στη διάγνωση γνωστικών ασθενειών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η νόσος Αλτσχάιμερ προκαλεί το 60-70% όλων των περιπτώσεων άνοιας, σύμφωνα με το Σουηδικό Ίδρυμα Εγκεφάλου. Τα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου εκφυλίζονται ως αποτέλεσμα της μη φυσιολογικής συσσώρευσης των πρωτεϊνών β-αμυλοειδές και tau. Καθώς όλο και περισσότεροι εγκεφαλικοί νευρώνες καταστρέφονται, αυτό εκδηλώνεται με δυσλειτουργία των γνωστικών λειτουργιών, όπως είναι η μνήμη και η ομιλία.
Οι ερευνητές του Karolinska Institutet και οι συνάδελφοί τους στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Landspitali στην Ισλανδία, στο Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ και στο University College London στο Ηνωμένο Βασίλειο μελετούν βιοδείκτες στο αίμα για πολύ πρώιμες παθολογικές αλλαγές σε μια σπάνια και κληρονομική μορφή της νόσου Αλτσχάιμερ, η οποία αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 1% όλων των περιπτώσεων. Άξιο λόγου είναι ότι τα άτομα με γονέα με νόσο Αλτσχάιμερ που προκαλείται από μετάλλαξη έχουν 50% κίνδυνο να εμφανίσουν οι ίδιοι τη νόσο.
Για τη μελέτη τους, οι ερευνητές ανέλυσαν 164 δείγματα πλάσματος αίματος από 33 φορείς της μετάλλαξης και 42 συγγενείς χωρίς την κληρονομική παθογενετική προδιάθεση. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν μεταξύ του 1994 και του 2018.
Τα αποτελέσματά τους αποκαλύπτουν σαφείς μεταβολές των συγκεντρώσεων διαφόρων πρωτεϊνών στο αίμα στους φορείς της μετάλλαξης. «Η πρώτη αλλαγή που παρατηρήσαμε ήταν η αύξηση της GFAP (glial fibrillary acidic protein) περίπου δέκα χρόνια πριν από τα πρώτα συμπτώματα της νόσου» εξηγεί η έτερη συγγραφέας της μελέτης Caroline Graff, καθηγήτρια στο Τμήμα Νευροβιολογίας, Επιστημών Φροντίδας και Κοινωνίας του Karolinska Institutet. Όπως διευκρινίζει η ίδια ερευνήτρια καταγράφηκαν στη συνέχεια αυξημένες συγκεντρώσεις της P-tau181 και, αργότερα, της NfL (neurofilament light protein), η οποία σχετίζεται άμεσα με την έκταση της νευρωνικής βλάβης στον εγκέφαλο του Αλτσχάιμερ. «Αυτό το εύρημα σχετικά με την GFAP βελτιώνει τις πιθανότητες έγκαιρης διάγνωσης» τονίζει η καθηγήτρια.
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ