Οσμή σκανδάλου ξεπροβάλλει στην Ευρώπη με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων στο επίκεντρο. Ανησυχίες εκφράζονται για σύγκρουση συμφερόντων λόγω επαγγελματικών και οικονομικών δεσμών με τη βιομηχανία και σοβαρούς κινδύνους για ασθενείς.
Σύμφωνα με το Investigate Europe φαρμακευτικοί σύμβουλοι φέρονται να εμπλέκονται στη διαδικασία ταχείας προώθησης φαρμάκων, εμπλοκή που θα μπορούσε να ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τους ασθενείς. Το «κουβάρι» της ιστορίας ξετυλίγεται από τα τέλη του 2019, όταν δύο φαρμακευτικοί σύμβουλοι έμεναν στο ίδιο ξενοδοχείο στο Άμστερνταμ με εμπειρογνώμονες του ΕΜΑ που είχαν μηνιαία συνάντησή τους. Στελέχη της CHMP εξέταζαν αιτήσεις των φαρμακευτικών εταιρειών προς διάθεση νέων φαρμάκων τους στην αγορά της Ευρώπης. Πρόκειται για εμπειρογνώμονες, οι οποίοι έχουν αποσπαστεί από τις θέσεις εργασίας σε εθνικούς οργανισμούς ή υγειονομικές αρχές, στους οποίους βασίζεται ο EMA για να αξιολογήσει τα πλεονεκτήματα των φαρμάκων. Οι εν λόγω εμπειρογνώμονες συμμετέχουν σε εμπιστευτικές συζητήσεις.
Ο πρώην διευθυντής του ΕΜΑ, Guido Rasi.
Ωστόσο, οι δυο σύμβουλοι, ο Σουηδός Tomas Salmonson και ο Βρετανός Robert Hemmings, οι οποίοι πριν ανήκαν στον στενό κύκλο του ΕΜΑ, στην CHMP και σε επιτροπές εμπειρογνωμόνων και δημιούργησαν την επιχείρηση Consilium Salmonson & Hemmings, για συμβουλεύουν μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες σχετικά με την κατάκτηση των πολυπόθητων αδειών, σύμφωνα με τον πρώην διευθυντή του ΕΜΑ, Guido Rasi, ασκούσαν πιέσεις στους εμπειρογνώμονες, πρώην συναδέλφους τους. Σύμφωνα με όσα μεταδίδει το μέσο ενημέρωσης η παρουσία τους στα ξενοδοχεία προκάλεσε εντύπωση, αλλά οι καταγγελλόμενοι αρνούνται κάθε φερόμενη παρανομία.
Ειδικότερα, ο Tomas Salmonson ήταν πρόεδρος της CHMP για έξι χρόνια μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2018. Τρεις μήνες αργότερα εγκαινίασε την εταιρεία συμβούλων του (Consilium Sweden AB). Ο φίλος του Robert Hemmings, ο οποίος ήταν μέλος της CHMP για 11 χρόνια, ίδρυσε την ίδια περίοδο την εταιρεία Consilium Hemmings (UK) Ltd. Mέσω της κοινής τους επιχείρησης Consilium Salmonson & Hemmings, συμβουλεύουν πλέον μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες για το πώς να αποκτήσουν τις πολυπόθητες άδειες που κάποτε ενέκριναν.
Από ότι φαίνεται δεν μπορούν να βρεθούν στο δόκανο της διακιοσύνης επειδή δεν ήταν υπάλληλοι του ΕΜΑ, αλλά προσλαμβάνονται από τους εθνικούς τους οργανισμούς, συνεπώς η κατηγορία για κανένα από τους δύο δεν καλύπτεται από το πλαίσιο σύγκρουσης συμφερόντων της ΕΕ. Εδώ εντοπίζεται το σημαντικό κενό, σύμφωνα με ακτιβιστές. Η Shari Hinds, υπεύθυνη πολιτικής της Διεθνούς Διαφάνειας αναφέρει «καλούμε τον ΕΜΑ να εφαρμόσει αποτελεσματικούς και περιεκτικούς κανόνες για την αποτροπή τέτοιων περιπτώσεων στο μέλλον». Συγκεκριμένα, οι ακτιβιστές διαμαρτύρονται γιατί δεν υπάρχουν κανόνες για την αποτροπή τέτοιων περιπτώσεων.
Πέρα από τις συγκρούσεις συμφερόντων με ανησυχίες σχετικά με τους επαγγελματικούς και οικονομικούς δεσμούς με τη βιομηχανία για τον ΕΜΑ προβληματισμός και κριτική εξαπλώνεται για την διαδικασία ταχείας προώθησης φαρμάκων που θα ενδεχομένως να προκαλέσει σοβαρούς κινδύνους για τους ασθενείς. Αξίζει να αναφερθεί ότι όταν συγκροτήθηκε το 1995, μόνο το 20% της χρηματοδότησης προερχόταν από τη βιομηχανία, ενώ το υπόλοιπο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πλέον προβλέπεται περισσότερο από το 90% θα προέλθει από τέλη και χρεώσεις της βιομηχανίας που σχετίζονται με την έγκριση φαρμάκων.
Ενδεικτικό είναι πως το 2022, τα βιομηχανικά τέλη αντιπροσώπευαν σχεδόν το 86% των εσόδων της ρυθμιστικής αρχής ύψους 417 εκατομμυρίων ευρώ, όπως δείχνουν οι τελευταίοι λογαριασμοί της. Σύμφωνα με στοιχεία της Investigate Europe μόλις 21 εταιρείες παρείχαν το ήμισυ αυτών των αμοιβών που έλαβαν για τις εγκρίσεις φαρμάκων. Από την ίδια πηγή αναφέρεται ότι η Novartis έδωσε σχεδόν 20 εκατ. ευρώ, ακολουθούμενη από τις Pfizer, AstraZeneca, Jannsen, Roche και GlaxoSmithKline, οι οποίες κατέβαλαν περισσότερα από 10 εκατ. ευρώ, όπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία από τις αιτήσεις για την ελευθερία της πληροφόρησης.
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ