Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για παρεμβάσεις στη φαρμακευτική πολιτική με γνώμονα τους ασθενείς και τη βιωσιμότητα των εταιρειών στην Ελλάδα. Αυτό τονίζει σε συνέντευξη της στο Virus, η Γενική Διευθύντρια Bristol Myers Squibb Ελλάδας κα Ελισάβετ Προδρόμου.
Αποκαλύπτει ότι, το 2023, το 50% των καινοτόμων φαρμάκων που είχαν λάβει έγκριση από τον EMA την προηγούμενη τετραετία δεν ήταν διαθέσιμα στους Έλληνες ασθενείς. Συνεπώς, τονίζει, οφείλουμε να δώσουμε μάχη, όχι μόνο με διαχρονικές παθογένειες στην αγορά φαρμάκου, αλλά και να υπερασπιστούμε την έγκαιρη πρόσβαση των ασθενών σε νέες καινοτόμες θεραπείες.
Όπως αναφέρει τα μέτρα, που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση μέχρι σήμερα, δεν επαρκούν και απαιτούνται πιο δραστικές παρεμβάσεις. Εξηγεί τι ακριβώς περιλαμβάνει η πρόταση που έχει καταθέσει η εταιρεία της σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Οικονομικών της Υγείας για το Εθνικό Ταμείο Καρκίνου, αλλά και εκείνη, που αφορά τη δημιουργία ενός Ταμείου Καινοτομίας για την χρηματοδοτική κάλυψη νέων, καινοτόμων θεραπειών.
Τέλος, αναλύει γιατί είναι σημαντικό να υπογραφεί ένα Σύμφωνο Συνεργασίας μεταξύ κράτους και φαρμακοβιομηχανίας στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα πλαίσιο που θα περιλαμβάνει αμφίπλευρες δεσμεύσεις, συγκεκριμένες πολιτικές, κοστολόγηση και χρονοδιάγραμμα για την αναχαίτιση της υπέρβασης του προϋπολογισμού φαρμάκου, τον έλεγχο της ζήτησης, αλλά και την ανάπτυξη ενός κλίματος προβλεψιμότητας και σταθερότητας στην αγορά φαρμάκου.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης
Αναγνωρίζουμε ότι το Υπουργείο Υγείας έχει αναλάβει πρόσφατα πρωτοβουλίες για την εξυγίανση της φαρμακευτικής πολιτικής και σίγουρα υπάρχει ένας ανοιχτός δίαυλος ειλικρινούς συνεργασίας τόσο με τις Ενώσεις μας, όσο και με τις εταιρείες μας. Ωστόσο, μετά από πάνω από μία δεκαετία καθηλωμένης δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης και καθυστέρησης σε κρίσιμα μέτρα για τον έλεγχο της ζήτησης, οφείλουμε να δώσουμε, πλέον, μία μάχη, όχι μόνο με διαχρονικές παθογένειες και σιλό στην αγορά φαρμάκου, αλλά και μία μάχη με τον χρόνο, για να υπερασπιστούμε την έγκαιρη πρόσβαση των ασθενών σε νέες καινοτόμες θεραπείες.
Ποια είναι, λοιπόν, η κατάσταση σήμερα; Πρώτον, η δημόσια κατά κεφαλή δαπάνη υγείας στην Ελλάδα είναι μειωμένη κατά 35% σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Δεύτερον, από το 2022, οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις -και όχι το κράτος- είναι πλέον ο κύριος χρηματοδότης του φαρμάκου, καθώς επωμιζόμαστε το 46% της συνολικής δαπάνης έναντι 42% της Πολιτείας. Τρίτον, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας για την εξέλιξη της δαπάνης το 2023 και το 2024 -καθώς τα επίσημα στοιχεία δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί ούτε για το προηγούμενο έτος- οι υποχρεωτικές επιστροφές παγιώνονται, πλέον, πάνω από το 70% για τα καινοτόμα νοσοκομειακά σκευάσματα, αλλά εκτροχιάζονται σε ύψη ρεκόρ και για τα καινοτόμα φάρμακα του ΕΟΠΥΥ. Τέταρτον, οι φαρμακευτικές εταιρείες που διαθέτουμε καινοτόμες θεραπείες για σοβαρές χρόνιες παθήσεις καλούμαστε μέσω της εξαντλητικής υπερφορόλογησης να σηκώσουμε το βάρος όχι μόνο της δημόσιας υποχρηματοδότησης, αλλά και της απαλλαγής ή έκπτωσης επί του clawback που απολαμβάνουν φθηνότερα σκευάσματα, όπως συμβαίνει με τα φάρμακα κάτω των 30 ευρώ στα νοσοκομεία. Ας αναρωτηθούμε, λοιπόν, ποια θα είναι η μελλοντική επένδυση της καινοτόμου βιομηχανίας που αφορά στην εισαγωγή νέων θεραπειών, τη βιωσιμότητα της συνέχισης της ενεργού παρουσίας των εταιρειών μας στην χώρα ή την εισαγωγή και εντατικοποίηση της διενέργειας κλινικών μελετών, σε σχέση με το πολύ προκλητικό και απρόβλεπτο περιβάλλον.
Χρειάζεται πιο εντατική και συστηματική προσπάθεια από όλους μας και κυρίως από την Πολιτεία. Για να μιλήσω και πάλι με συγκεκριμένα παραδείγματα. Το 2024, ο προϋπολογισμός φαρμάκου αυξάνεται κατά περίπου 370 εκατ. ευρώ λόγω της ρήτρας συνυπευθυνότητας του Ταμείου Ανάκαμψης και της αύξησης του ΑΕΠ. Όσο, όμως, καθυστερούν αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την παρακολούθηση και τον έλεγχο της ζήτησης και για τη μεγαλύτερη διείσδυση γενοσήμων, το ποσό αυτό δεν είναι ικανό να μειώσει αισθητά την υπέρβαση της δημόσιας δαπάνης. Ακόμη όμως και να εφαρμόζονταν με επιτυχία όλες οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, το δημοσιονομικό όφελος δε θα μπορούσε να διαχυθεί οριζόντια -και να χρηματοδοτήσει τις καινοτόμες θεραπείες- σε μία αγορά που χαρακτηρίζεται από σιλό και ξεχωριστούς προϋπολογισμούς για καινοτόμα και γενόσημα προϊόντα. Επιτρέψτε μου, τέλος, να φωτίσω μία ακόμη διάσταση. Στην πρόσφατη συνάντηση του Υπουργείου Υγείας με τις Ενώσεις των φαρμακευτικών εταιρειών παρουσιάστηκε μία δέσμη 11 μέτρων που τέθηκαν σε εφαρμογή το τελευταίο εξάμηνο για την ανακούφιση αυτών των προκλήσεων. Όμως, η πλειοψηφία αυτών, είτε δεν έχει ακόμη αποδώσει αποτελέσματα -όπως η επικαιροποίηση των ενεργών ΑΜΚΑ- είτε έχει ουδέτερο δημοσιονομικό αντίκτυπο. Ακριβώς γι’ αυτό επιμένουμε ότι απαιτούνται πιο δραστικές παρεμβάσεις.
Συχνά δημιουργείται η αντίληψη ότι η καινοτόμος βιομηχανία δεν επιθυμεί μέτρα που θα επηρεάσουν την ζήτηση των θεραπειών. Ισχύει, όμως, το αντίθετο. Επιθυμούμε και επιδιώκουμε την εντατικοποίηση αυτών των μέτρων δίκαια και προς όλες τις κατευθύνσεις και κανάλια, γιατί γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος ή χρηματοδοτικός μηχανισμός που να επιτρέψει την εισαγωγή νέων θεραπειών στη χώρα.
Θα μου επιτρέψετε και πάλι να απαντήσω με στοιχεία. Σε όσες χώρες στην Ευρώπη εφαρμόζεται η συμμετοχή των φαρμακευτικών εταιρειών στη χρηματοδότηση του φαρμάκου -μέσω clawback ή άλλων μηχανισμών- το ποσοστό της επιβάρυνσης κυμαίνεται μεταξύ 5% και 40%. Πιστεύει κανείς ότι μία παγίωση των υποχρεωτικών επιστροφών στο 70% στην Ελλάδα όπου η μέση τιμή των καινοτόμων σκευασμάτων είναι ήδη από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, δε θα πλήξει μεσοπρόθεσμα ή ακόμα και βραχυπρόθεσμα σε κάποιες περιπτώσεις την ικανότητα της χώρας να προσελκύει νέες θεραπείες;
Η χώρα μας βρίσκεται πράγματι πάνω από το μέσο όρο της Ευρώπης στη διάθεση καινοτόμων φαρμάκων σύμφωνα με το WAIT Indicator της EFPIA, όμως, κρατήστε, παρακαλώ, και τρία ακόμη στοιχεία. Το 2023, το 50% των καινοτόμων φαρμάκων που είχαν λάβει έγκριση από τον EMA την προηγούμενη τετραετία δεν ήταν διαθέσιμα στους Έλληνες ασθενείς. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2019 ήταν μειωμένο κατά 7%. Η θέση μας συνεπώς επιδεινώθηκε. Όμως και από αυτές τις θεραπείες που είναι διαθέσιμες, μόνο οι μισές είναι πλήρως προσβάσιμες στους ασθενείς στην Ελλάδα. Οι υπόλοιπες παρέχονται στη βάση ονομαστικών αιτημάτων και αυτό σημαίνει καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των διαδικασιών και επιπλέον επιβάρυνση του προϋπολογισμού, καθώς η τιμή των προϊόντων αυτών δεν έχει περάσει από διαπραγμάτευση.
Σε αυτή την εξίσωση, οφείλουμε να συμπεριλάβουμε και επιστημονικές εξελίξεις που ήδη συμβαίνουν. Για παράδειγμα στην Ιταλία, το 5% των προϊόντων που έχουν συμπεριληφθεί στην πρόβλεψη σάρωσης ορίζοντα για το 2025 είναι προηγμένες θεραπείες (ATMP) -όπως κυτταρικές και γονιδιακές- που φέρνουν επανάσταση στην αντιμετώπιση απειλητικών για τη ζωή παθήσεων. Είναι ένα ποσοστό που αυξάνεται σταθερά την τελευταία πενταετία, ενώ ο Ιταλικός Οργανισμός Φαρμάκων εκτιμά ότι θα υπάρξει παγκοσμίως, έγκριση και διάθεση άνω των 60 τέτοιων θεραπειών μέχρι το 2030. Στον αντίποδα στην Ελλάδα, από τα 18 ATMPs που έχουν εγκριθεί από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, μόνο ένα είναι πλήρως και ένα μερικώς αποζημιούμενο, σύμφωνα με τον ΣΦΕΕ. Γίνεται, λοιπόν, προφανές πως τα ζητήματα αυτά που συνδέονται με τη χρηματοδότηση δεν συνιστούν κλαδικό ζητούμενο, αλλά αφορούν τους ασθενείς μας και τη δημόσια υγεία ευρύτερα και οι συνέπειές τους είναι ήδη παρούσες στο σήμερα.
Το μείζον ζήτημα σήμερα, παρά το γεγονός ότι έχουμε δει βελτιώσεις σε σχέση με την ψηφιοποίηση και την καταγραφή, είναι ότι κανείς δεν γνωρίζει τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού, τις καταναλώσεις σε όλα τα κανάλια αλλά και την μετρήσιμη αποτελεσματικότητα των σκευασμάτων στους ασθενείς, στην Ελλάδα. Όσο ισχύει αυτή η συνθήκη, θα είναι πολύ δύσκολο να αρθούν αναχρονιστικές στρεβλώσεις όπως οι υποχρεωτικές επιστροφές, ούτε θα είναι δυνατή η διαπραγμάτευση των προϊόντων μας στην βάση της αξίας και όχι του κόστους. Και αν αυτό συμβεί γνωρίζουμε ότι θα ευνοήσει κάποιες θεραπείες και κάποιες άλλες όχι, αλλά τελικά το όφελος θα συγκεντρωθεί στους ασθενείς και στη βιωσιμότητα των χρηματοδοτικών μας μηχανισμών.
Μου δίνετε την ευκαιρία να αναφερθώ σε μία πρωτοβουλία πολιτικής υγείας της Bristol Myers Squibb στην Ελλάδα, η οποία μετατρέπεται, πλέον, σε μία συμμαχία εταίρων, όπως το Ινστιτούτο Οικονομικών της Υγείας, η ΕΟΠΕ, η ΕΛΛΟΚ και ο ΣΦΕΕ. Είμαι βέβαιη ότι η συμμαχία αυτή θα διευρυνθεί σταδιακά περαιτέρω και φέρνει στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα, ένα χρηματοδοτικό εργαλείο που εφαρμόζεται ήδη σε πολλές χώρες, με επιτυχή αποτελέσματα τόσο σε επίπεδο δημόσιας υγείας, όσο και από τη δημοσιονομική σκοπιά.
Η Ελλάδα είναι μία από τις λίγες χώρες της Ευρώπης όπου τα έσοδα από ειδικούς φόρους σε προϊόντα που τεκμηριωμένα επιβαρύνουν την επίπτωση ασθενειών όπως ο καρκίνος – για παράδειγμα ο καπνός ή το αλκοόλ – διοχετεύονται εξ ολοκλήρου στον κεντρικό προϋπολογισμό. Η πρότασή μας λοιπόν, που βασίζεται σε επιστημονική μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας και υποστηρίζεται από τους παραπάνω φορείς, είναι ένα μέρος αυτών των εσόδων να δεσμεύονται για τη χρηματοδότηση σκοπών υγείας, όπως η αντιμετώπιση του καρκίνου, ιδίως υπό το πρίσμα της εφαρμογής ενός εθνικού στρατηγικού σχεδίου, σύμφωνα και με την πρόσφατη δέσμευση της κυβέρνησης. Μία τέτοια προοπτική θα καλύψει ανάγκες χρηματοδότησης σε όλο το φάσμα της ογκολογικής φροντίδας, όμως παράλληλα θα απελευθερώσει πολύτιμους πόρους και στον προϋπολογισμό φαρμάκου.
Ο όρος που προτείνουμε γι’ αυτή την πρωτοβουλία είναι «Σχήμα Μεταβατικής Αποζημίωσης» και το αναφέρω γιατί δεν πρόκειται για λεπτομέρεια αλλά για ζήτημα ουσίας, καθώς σε οποιαδήποτε εκδοχή του δεν φαίνεται να αφορά όλα τα καινοτόμα σκευάσματα. Αντίθετα, από τις πληροφορίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, διαπιστώνουμε ότι η κυβέρνηση προσανατολίζεται στην ένταξη περιορισμένων κατηγοριών φαρμάκων.
Ο ΣΦΕΕ και το Pharma Innovation Forum έχουν ήδη υποβάλει στο Υπουργείο Υγείας σχετική πρόταση και συμπαρατασσόμαστε απόλυτα με τους συλλογικούς φορείς που μας εκπροσωπούν. Σε αυτή τη φάση, όμως, ως BMS δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε τον αντίκτυπο ενός τέτοιου Σχήματος, απλά γιατί δεν γνωρίζουμε ακόμη τα χαρακτηριστικά του. Η κυβέρνηση επαναλαμβάνει συχνά ότι θα ακολουθήσει το ιταλικό μοντέλο, το οποίο πράγματι εφαρμόζεται με επιτυχία στην Ιταλία, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Όμως, στη γειτονική χώρα το Ταμείο Καινοτομίας αφορά σκευάσματα από όλες τις θεραπευτικές κατηγορίες που πληρούν τα τρία κριτήρια -ακάλυπτη ανάγκη, επιπλέον κλινικό όφελος, ποιότητα στοιχείων κλινικής έρευνας- έχει δυναμικό προϋπολογισμό που προσαρμόζεται στο horizon scanning και συνεπώς τα καινοτόμα φάρμακα δεν υπόκεινται σε υποχρεωτικές επιστροφές για έως και 36 μήνες και επιπλέον διασφαλίζει ταχείες εγκριτικές διαδικασίες και διάθεση στους ασθενείς.
Με τους παραπάνω όρους και εφόσον ο μηχανισμός αυτός δε χρηματοδοτηθεί από τον υφιστάμενο -ήδη ανεπαρκή- δημόσιο προϋπολογισμό φαρμάκου, το Σχήμα Μεταβατικής Αποζημίωσης μπορεί όντως να αποτελέσει ένα θετικό βήμα για τους ασθενείς αλλά και για τη βιωσιμότητα της φαρμακευτικής πολιτικής. Όμως, υπενθυμίζω ότι δε θα εφαρμοστεί μέχρι τουλάχιστον τις αρχές ή τα μέσα του επόμενου έτους. Το ζητούμενο είναι ποια μέτρα θα ληφθούν για τα επείγοντα κενά του παρόντος.
Στη συζήτησή μας καλύψαμε προκλήσεις που αφορούν στην υποχρηματοδότηση του φαρμάκου, αλλά και στην ανάγκη ελέγχου της ζήτησης, ώστε κάθε ευρώ που δαπανάται να πιάνει τεκμηριωμένα τόπο προς όφελος των ασθενών. Μου δίνετε την ευκαιρία με το ερώτημά σας να φωτίσω και μία τρίτη εξίσου κρίσιμη περιοχή που σχετίζεται με την προβλεψιμότητα.
Στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις γνωρίζουν το ρυθμιστικό και χρηματοδοτικό πλαίσιο, τουλάχιστον των επόμενων δύο ή τριών ετών και μπορούν έτσι να κάνουν τον επιχειρηματικό προγραμματισμό τους. Αυτή η αλυσίδα λειτουργεί τελικά θετικά για όλους, για τον φαρμακευτικό κλάδο και την ανάπτυξή του, για την πρόσβαση των ασθενών σε νέες καινοτόμες θεραπείες, για την πολιτεία και το σύστημα υγείας. Όμως, στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 2024, η Bristol Myers Squibb και πολλές ακόμη εταιρείες δεν έχουμε τα στοιχεία για τις υποχρεωτικές επιστροφές που καλούμαστε να καταβάλουμε για νοσοκομειακά φάρμακα το 2023 . Αναλογιστείτε πόσο δύσκολο γίνεται το υγιές επιχειρείν σε τέτοιες συνθήκες, ιδίως όταν στην εξίσωση μπαίνουν συχνά και μέτρα που έχουν όχι προοπτική, αλλά αναδρομική ισχύ.
Εδώ ακριβώς έγκειται η προστιθέμενη αξία ενός Συμφώνου Συνεργασίας μεταξύ των Υπουργείων Υγείας, Οικονομικών και Ανάπτυξης από τη μία πλευρά και του φαρμακευτικού κλάδου από την άλλη. Ένα πλαίσιο που θα περιλαμβάνει αμφίπλευρες δεσμεύσεις, συγκεκριμένες πολιτικές, κοστολόγηση και χρονοδιάγραμμα για την αναχαίτιση της υπέρβασης του προϋπολογισμού φαρμάκου, τον έλεγχο της ζήτησης, αλλά και την ανάπτυξη ενός κλίματος προβλεψιμότητας και σταθερότητας στην αγορά φαρμάκου. Αυτοί οι όροι θα επιτρέψουν με τη σειρά τους στις φαρμακευτικές εταιρείες να διαθέτουμε έγκαιρα νέες καινοτόμες θεραπείες και να ενισχύσουμε περαιτέρω τις επενδύσεις μας στην κλινική έρευνα προς όφελος των ασθενών και της οικονομίας. Παρά το δύσκολο περιβάλλον, η BMS Ελλάδας έχει επενδύσει την τελευταία πενταετία πάνω από 10 εκατ. ευρώ στην κλινική έρευνα και αυτή τη στιγμή πάνω από 1.000 ασθενείς επωφελούνται σήμερα από τις θεραπείες του μέλλοντος. Αναλογιστείτε, λοιπόν, πόσο μπορεί να ενισχυθεί αυτό το αποτύπωμα, αν καταφέρει η Ελλάδα να θέσει τη φαρμακευτική πολιτική σε μία τροχιά εξυγίανσης και βιωσιμότητας, ενδυναμώνοντας την ανταγωνιστικότητά της. Αυτό το σύμφωνο για όλους τους παραπάνω λόγους αποδίδει την προβλεψιμότητα που απαιτείται, όχι μόνο για τη φαρμακευτική βιομηχανία αλλά και για την πολιτεία.
Γνωρίζουμε ότι η τρέχουσα ηγεσία του Υπουργείου Υγείας και προσωπικά ο Υπουργός Άδωνις Γεωργιάδης έχουν και τη γνώση και την αφοσίωση και το πολιτικό κεφάλαιο για να άρουν τα αδιέξοδα που έχουν συσσωρευθεί εδώ και 15 χρόνια. Ωστόσο, όπως ανέφερα και στην αρχή της συζήτησής μας αυτή είναι μία μάχη με τον χρόνο και βαθιά ριζωμένες στρεβλώσεις. Οφείλουμε όλοι μαζί να επιδείξουμε τα αντίστοιχα αντανακλαστικά και την τόλμη, με αίσθημα ευθύνης απέναντι στους ασθενείς.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ