Του Απόστολου-Γεώργιου Σοφού. Χειρουργού στο ΓΝ Καρπενησίου
Όταν ο επιμελητής δεν έρχεται Ή περί … «χαλίφηδων», «προνομιούχων», αλλά και «μαστόρων» και «μαθητάδων»
Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να συζητήσουμε για το αν κάποιος ενώ εφημερεύει απουσιάζει ή όχι. Και φυσικά για το είδος της εφημερίας του. Όταν κάποιος επιμελητής λοιπόν εφημερεύει «ενεργά» οφείλει να βρίσκεται στον χώρο εργασίας του καθ’ όλη τη διάρκεια της εφημερίας. Βέβαια, αυτό είναι όπως καταλαβαίνει κανείς πολύ σχετικό: μπορεί να βρίσκεται στα επείγοντα, στην κλινική ή στο εργαστήριο ή στο δωμάτιο ανάπαυσης ή οπουδήποτε αλλού στο νοσοκομείο ή ακόμα και στο … σπίτι του, ανάλογα με το νοσοκομείο, την περιοχή, την ειδικότητα, τις υπάρχουσες ανάγκες (πραγματικές ή όχι), διαθέσεις του ή οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες. Το πώς διαμορφώνεται αυτή η κατάσταση έχει να κάνει πάλι με μια σειρά από πράγματα: συχνότητα περιστατικών, βαρύτητα περιστατικών, συχνότητα (αριθμός) εφημεριών, αποστάσεις, συνείδηση του γιατρού (ελαστική ή όχι), συνήθειες και παραδόσεις του κάθε νοσοκομείου (όσο και αν φαίνεται περίεργο κανένα απολύτως νοσοκομείο του ΕΣΥ δεν μοιάζει ούτε στο ελάχιστο με κανένα άλλο) κλπ. Το πόσο δικαιολογημένα ή όχι είναι όλα αυτά είναι ένα άλλο ζήτημα.
Σίγουρα πάντως είναι τα εξής: Ότι, εφόσον υπερβαίνεται ένα όριο ωρών εργασίας (η Ευρωπαϊκή Ένωση) το όρισε σε 58 ώρες για τους νεότερους – ειδικευόμενους και σε 48 ώρες για τους παλαιότερους – ειδικευμένους), θα συμβαίνουν μια σειρά από «παρατράγουδα». Έτσι, όταν κάποιος (αν μάλιστα έχει και κάποια ηλικία) θα εφημερεύει «ενεργά» π.χ. 12 μέρες το μήνα, πολλές από τις οποίες συνεχόμενες, αποκλείεται να βρίσκεται όλο το χρόνο μέσα στο νοσοκομείο και αυτό το γνωρίζουν καλά και τα «όργανα» και οι διοικήσεις των νοσοκομείων και γι’ αυτό και σπάνια (βλ. Βόλος 2006) επιμένουν στη φυσική παρουσία του γιατρού μέσα στο νοσοκομείο. Από την άλλη μια τέτοια κατάσταση (διαρκής εφημερία μέσα στο νοσοκομείο και συνεχόμενες μέρες) δεν είναι ασυνήθιστη στους νεότερους μη ειδικούς γιατρούς και αυτό με τη δικαιολογία ότι έτσι κάνω το Σαββατοκύριακό μου «μέσα» και μετά δεν έχω άλλο Σαββατοκύριακο και μπορώ να πάω στον τόπο μου κλπ. Κανείς βέβαια δεν λαμβάνει υπόψη του το γεγονός ότι, μετά από 24 ώρες διαρκούς εφημερίας ή και περισσότερο, ο γιατρός μπορεί να βρίσκεται σε κατάσταση να μην ξεχωρίζει από «βαριά μεθυσμένο» με επίπεδο αλκοόλ στον ορό αίματος 0,08%. Τώρα βέβαια πως γίνεται κάποιος επιμελητής ή διευθυντής να «μην έρχεται» γιατί διασκεδάζει ή παίζει χαρτιά κλπ., αλλά να «τον βρίσκει» πάντα κάθε υποψήφιος «πελάτης» ή «πολίτης προς εξυπηρέτηση» (κοινώς ρουσφέτι) όταν θέλει, αυτό είναι αποκλειστικά θέμα συνείδησης και τίποτ’ άλλο.
Δυστυχώς, η ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα εμείς οι γιατροί του ΕΣΥ (και όχι μόνο…) έχουμε αποδεχτεί και μάλιστα εξελίσσουμε επί τα χείρω αυτή την κατάσταση της ανομίας και της ασυδοσίας συνυφασμένης με αισχρή παραοικονομία και επομένως θα πηγαίνουμε από το κακό στο χειρότερο… Ο Επιμελητής / Διευθυντής σε κάθε περίπτωση μπορεί (;) να αποφασίζει αν θα φέρεται σαν «χαλίφης» ή σαν δάσκαλος, καθοδηγητής ή απλά ως «έμπειρος συνάδελφος», το οποίο είναι και το ζητούμενο. Δυστυχώς, δεν έχω συναντήσει μέχρι τώρα ένα «σύστημα», στο οποίο αυτό να εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τη βούληση των εκάστοτε εμπλεκόμενων… Προσωπικά, κατά τη δική μου εκπαίδευση στάθηκα αρκετά τυχερός, ώστε να θυμάμαι σχεδόν μόνο καλές στιγμές από τις σχέσεις μου με τους εμπειρότερους, αλλά σίγουρα δεν συμβαίνει πάντα αυτό. Το πρόβλημα είναι πολυσύνθετο και αν θέλουμε να το προσεγγίσουμε πιο ολοκληρωμένα θα πρέπει να το διασπάσουμε σε επί μέρους θέματα.
Έτσι θα διαπιστώσουμε ότι πίσω από τη «βιτρίνα» της εφημεριακής και εκπαιδευτικής σχέσης ειδικευόμενων και ειδικών κρύβονται τα εξής:
1. Η έλλειψη πραγματικού εκπαιδευτικού προγράμματος . Αυτό οδηγεί στην εκπαίδευση των ειδικευόμενων με αυθαίρετα κριτήρια και όντως την κάνει να μοιάζει με την εκπαίδευση «μαστόρων» και όχι επιστημόνων. Το γεγονός ότι κάποτε (1981) το Υπουργείο Υγείας είχε εκδώσει ένα βιβλίο με τα αντικείμενα εκπαίδευσης στην κάθε ειδικότητα (ουσιαστικά τίτλοι θεμάτων) δεν αποτελεί σίγουρα εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Η πολιτεία θα έπρεπε να έχει θεσπίσει συγκεκριμένο και ομοιογενές θεωρητικό και πρακτικό πρόγραμμα εκπαίδευσης για την κάθε ιατρική ειδικότητα και να μεριμνά για την πιστή εφαρμογή του.
2. Η χορήγηση χρόνου ειδικότητας από νοσοκομεία και τμήματα εντελώς ακατάλληλα για εκπαίδευση. Στην ουσία οι εκπαιδευόμενοι προσλαμβάνονται για να καλύπτουν κενά στην εκτέλεση της χονδροειδώς (και συχνά αδίκως) καλούμενης ιατρικής «λάντζας» (όχι «μαστόρια» και «κάλφες» λοιπόν, αλλά «λαντζέρηδες»). Αυτό εξηγεί πολλές φορές (όχι πλήρως βέβαια) την αδικαιολόγητη απροθυμία ορισμένων ειδικών να συνδράμουν με την παρουσία τους τους ειδικευόμενους. Οι ειδικευόμενοι, αντί να εκπαιδεύονται στην άσκηση της ειδικότητας για την οποία προορίζονται, είναι δυνατό να απασχολούνται σε καθήκοντα «προσωπικού υποδοχής», τραυματιοφορέα, νοσηλευτή, γραμματέα, «ορντινάντσας» (πήγαινε να φέρεις αυτά κι αυτά από το γραφείο, αρχείο, καφενείο…).
3. Η έλλειψη εκπαιδευμένων «δασκάλων» γιατρών στο ΕΣΥ (εκτός βέβαια των Πανεπιστημίων). Το να διδάσκεις δεν είναι κάτι και τόσο απλό όσο νομίζουν ορισμένοι. Απαιτεί ιδιαίτερο κόπο και όρεξη, αλλά και γνώσεις σχετικές με τον τρόπο της διδασκαλίας. Στη χώρα μας πολλοί παίρνουν «πιστοποιητικά εκπαίδευσης ειδικευόμενων γιατρών», αλλά πολλοί λίγοι τα αξίζουν… Δεν θα έπρεπε κάποιος οργανισμός να πιστοποιεί ότι ο κάθε επιμελητής ή διευθυντής είναι κατάλληλος να διδάσκει;
4. Η επιλογή της ειδικότητας από το νέο γιατρό με κριτήρια προσωπικά, συνήθως λανθασμένα και η ύπαρξη «επετηρίδας» με βάση μια αίτηση και μόνο. Η πικρή μας πείρα έχει αποδείξει ότι στην αναξιοκρατική μας πολιτεία η «επετηρίδα» είναι ο μόνος αξιόπιστος θεσμός αξιολόγησης. Δυστυχώς από μόνη της αποτελεί απλώς «μέθοδο τυχαιοποίησης του δείγματος των ειδικευόμενων γιατρών» και επομένως εξασφαλίζει (όχι πάντα) μόνον τη σειρά προτεραιότητας και ουδόλως την ποιότητα. Φυσικά, αν είναι η όποια αξιολόγηση των προς ειδίκευση γιατρών να καταλήξει στην κατάταξη τους με βάση το «μέσον» και την τακτοποίηση των «ημετέρων», τότε καλύτερα να αφήσουμε τα πράγματα ως έχουν!
5. Ο τεράστιος αριθμός ειδικών σε σχέση με τους λίγους γενικούς γιατρούς. Αυτό, μαζί με την ουσιαστική ανυπαρξία οργανωμένης πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, έχει οδηγήσει στο συνωστισμό της εφημερίας, στην οποία καταφεύγουν οι πάσχοντες από «πονόδοντο και συνάχι» έως βαρύτατες καταστάσεις και τραυματισμούς. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης – εκτός από τα πολύ γνωστά προβλήματα νοσοκομειακής δυσλειτουργίας και δυσφήμισης του ΕΣΥ – είναι ότι καταστρέφει και όλες σχεδόν τις προσπάθειες εκπαίδευσης των ειδικευόμενων στο επείγον.
6. Το κυνήγι του χρήματος και/ή της επαγγελματικής «επιτυχίας» με κάθε μέσο, ώστε η παραοικονομία να κυριαρχεί σήμερα στο ΕΣΥ ή τουλάχιστον να φαίνεται ότι κυριαρχεί. Αυτό το θέμα δεν χρειάζεται και πολλά σχόλια. Παρατηρείται σε κάθε κλάδο και τομέα (δημόσιο ή ιδιωτικό) και είναι καλά γνωστό σε όλους. Πάντως, αποτελεί και έναν ακόμα παράγοντα κατά της καλής εκπαίδευσης των ειδικευόμενων γιατρών…
7. Η πρακτική (και θεωρητική) αδυναμία του κράτους να ελέγξει οτιδήποτε μέσα στα νοσοκομεία (πιθανότατα και η έλλειψη οποιασδήποτε βούλησης πραγματικού ελέγχου…). Χωρίς πολλά σχόλια: Αν βρούμε κάποιον «κακομοίρη» να κάνει ένα μικρό παράπτωμα, του αλλάζουμε τα φώτα! Τα λοιπά «πιράγχας» δουλεύουν ανενόχλητα μέρα και νύχτα…
8. Η αναξιοκρατία και ασυδοσία στις προσλήψεις των γιατρών ΕΣΥ . Είναι ευνόητο ότι όταν συμβαίνει να προτιμάται στις κρίσεις ο … «νιοστός» σε προσόντα αντί του πρώτου, η όποια απαίτηση για εκπαίδευση δεν έχει κανένα απολύτως νόημα.
Τώρα λοιπόν, μετά από όλον αυτό το «γύρο, μπορούμε να δώσουμε και μιαν απάντηση στη συνάδελφο που είναι (δικαίως) αγανακτισμένη με τον όποιον επιμελητή της. Έτσι τουλάχιστον τέθηκε σε μένα το θέμα από το δικό μου δάσκαλο όταν ήμουν ειδικευόμενος: Καθήκον του κάθε εφημερεύοντα ειδικού είναι να λαμβάνει γνώση και να επιλαμβάνεται οιουδήποτε περιστατικού, ελαφρού ή σοβαρού. Αν δεν επιλαμβάνεται, φέρει στο ακέραιο την ευθύνη. Αν καλείται και δεν έρχεται, αργά ή γρήγορα, κάτι κακό θα γίνει. Ο ειδικευόμενος που θα ξυπνήσει τη νύχτα τον ειδικό και θα αντιμετωπίσει την άρνηση κανένα πρόβλημα δεν έχει. Το καθήκον του το κάνει. Αντίθετα, αν φοβούμενος την όποια αντίδραση, δεν ειδοποιήσει και δεν καλέσει, τότε φορτώνεται μιαν ευθύνη που δεν είναι δική του και μπορεί να μη σταθεί τόσο τυχερός, όσο στάθηκε στο μακρινό παρελθόν ο Ηρακλής με τον Άτλαντα…
Πηγή: docmed.gr
Διαπιστευμένη δημοσιογράφος στο Υπουργείο Υγείας. Διπλωματούχος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών. Τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ και του ΟΕΕ.
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ