Θετική γνωμοδότηση υιοθέτησε η Επιτροπή Φαρμακευτικών Προϊόντων για Ανθρώπινη Χρήση (CHMP) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA) υπέρ της Janssen – Cilag International NV, συνιστώντας τη επέκταση της υπάρχουσας άδειας κυκλοφορίας για την ιμπρουτινίμπη για εναλλακτική ένδειξη: θεραπεία ενήλικων ασθενών με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ΧΛΛ) που δεν έχουν λάβει προηγούμενη θεραπεία. Σύμφωνα με ανακοίνωση της εταιρείας, η ιμπρουτινίμπη έχει εγκριθεί για τη θεραπεία ενήλικων ασθενών με υποτροπιάζον ή ανθεκτικό στη θεραπεία για λέμφωμα από κύτταρα μανδύα (ΛΚΜ) ή ενήλικων ασθενών με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ΧΛΛ) που έχουν λάβει τουλάχιστον μία προηγούμενη θεραπεία ή ως πρώτη γραμμή θεραπείας κατά την παρουσία εξάλειψης του 17p ή μετάλλαξης του TP53 (γενετικές μεταλλάξεις που συνήθως σχετίζονται με κακές εκβάσεις θεραπείας) για ασθενείς που δεν είναι κατάλληλοι για χημειοανοσοθεραπεία. Η Θετική Γνωμοδότηση της CHMP βασίστηκε σε δεδομένα από την τυχαιοποιημένη, ανοικτή μελέτη Φάσης 3 RESONATE™-2 (PCYC-1115), όπως δημοσιεύτηκαν προσφάτως στο The New England Journal of Medicine (NEJM).3 Τα ευρήματα έδειξαν ότι η ιμπρουτινίμπη προσέφερε σημαντική βελτίωση σε όλα τα καταληκτικά σημεία αποτελεσματικότητας σε σύγκριση με την χλωραμβουκίλη σε ασθενείς ηλικίας τουλάχιστον 65 ετών με πρόσφατη διάγνωση ΧΛΛ. Το ποσοστό επιβίωσης χωρίς εξέλιξη της νόσου (PFS) στους 18 μήνες ήταν 90 τοις εκατό για την ιμπρουτινίμπη σε σύγκριση με 52 τοις εκατό για την χλωραμβουκίλη. Η ιμπρουτινίμπη παρέτεινε, επίσης, σημαντικά τη συνολική επιβίωση (OS) (HR=0.16 τοις εκατό CI, 0.05, 0.56; P=0.001), με ποσοστό επιβίωσης στους 24 μήνες 98 τοις εκατό σε σύγκριση με 85 τοις εκατό για τους ασθενείς στο σκέλος της χλωραμβουκίλης. Η ασφάλεια της ιμπρουτινίμπης στον πληθυσμό των ασθενών με ΧΛΛ που δεν είχαν λάβει θεραπεία ήταν όμοια με αναφορές από προηγούμενες μελέτες. Η ΧΛΛ είναι μια χρόνια νόσος και το ποσοστό επιπολασμού στην Ευρώπη σε άνδρες και γυναίκες είναι περίπου 5,87 και 4,01 περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα ανά έτος, αντίστοιχα. Η διάμεση συνολική επιβίωση κυμαίνεται μεταξύ 18 μηνών και πάνω από 10 ετών ανάλογα με το στάδιο της νόσου. Η Τζέιν Γκρίφιθς, Επικεφαλής του Ομίλου Εταιρειών, Janssen Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής, δήλωσε: «Η Janssen είναι υπερήφανη που ωθεί την αλλαγή κάνοντας συνεχιζόμενες προσπάθειες προκειμένου να μεταμορφώσει την εμπειρία της θεραπείας για τους ασθενείς με δυσκολία στην αντιμετώπιση των αιματολογικών καρκίνων, όπως η ΧΛΛ. Η ιμπρουτινίμπη συνεχίζει να επιδεικνύει εντυπωσιακά κλινικά αποτελέσματα και τα δεδομένα στα οποία βασίστηκε αυτή η σύσταση για ακόμη μια φορά τονίζουν τις δυνατότητές της όσον αφορά τα αποτελέσματα στους ασθενείς». Αυτή η γνωμοδότηση-ορόσημο από τις ρυθμιστικές αρχές ακολουθεί την απόφαση της Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ στις 04 Μαρτίου 2016, που ενέκρινε τη διευρυμένη χρήση καψακίων ιμπρουτινίμπης για τη θεραπεία ασθενών με ΧΛΛ που δεν έχουν λάβει προηγούμενη θεραπεία.
Σχετικά με την Ιμπρουτινίμπη Η ιμπρουτινίμπη είναι ένας πρώτος στην κατηγορία του αναστολέας της τυροσινικής κινάσης του Bruton (BTK) που δρα δημιουργώντας ισχυρό ομοιοπολικό δεσμό με την BTK για να εμποδίσει την μετάδοση των σημάτων κυτταρικής επιβίωσης μέσα στα κακοήθη Β κύτταρα. Εμποδίζοντας αυτήν την πρωτεΐνη BTK, η ιμπρουτινίμπη βοηθάει στην εξουδετέρωση και τη μείωση του αριθμού των καρκινικών κυττάρων. Επίσης, καθυστερεί την επιδείνωση του καρκίνου. Η ιμπρουτινίμπη έχει εγκριθεί επί του παρόντος στην Ευρώπη για τη θεραπεία ενήλικων ασθενών με υποτροπιάζον ή ανθεκτικό στη θεραπεία λέμφωμα από κύτταρα μανδύα (ΛΚΜ), ενήλικων ασθενών με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ΧΛΛ) που έχουν λάβει τουλάχιστον μία προηγούμενη θεραπεία ή ως θεραπεία πρώτης γραμμής ασθενών με ΧΛΛ κατά την παρουσία εξάλειψης του 17p ή μετάλλαξης του TP53 για ασθενείς που δεν είναι κατάλληλοι για χημειοανοσοθεραπεία και για ενήλικους ασθενείς με μακροσφαιριναιμία του Waldenström (WM) που έχουν λάβει τουλάχιστον μία προηγούμενη θεραπεία ή ως θεραπεία πρώτης γραμμής για ασθενείς που είναι ακατάλληλοι για χημειοανοσοθεραπεία. Δεν έχει ακόμα χορηγηθεί έγκριση από τις ρυθμιστικές αρχες για επιπρόσθετες χρήσεις. Σχεδιάζονται ερευνητικές χρήσεις της ιμπρουτινίμπης ως μονοθεραπεία και σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες για αρκετούς καρκίνους του αίματος στους οποίους συμπεριλαμβάνονται τα ΧΛΛ, ΛΚΜ, WM, διάχυτο λέμφωμα από μεγάλα Β-κύτταρα (DLBCL), θυλακιώδες λέμφωμα (ΘΛ), πολλαπλό μυέλωμα (ΠΜ) και λέμφωμα μεθοριακής ζώνης (ΛΜΖ). Η ιμπρουτινίμπη έχει αναπτυχθεί από κοινού από την Cilag GmbH International, που είναι μέλος των Φαρμακευτικών Εταιρειών Janssen και την Pharmacyclics LLC, μια εταιρεία της AbbVie. Οι θυγατρικές της Janssen διαθέτουν στην αγορά την ιμπρουτινίμπη στην περιοχή EMEA (Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική) καθώς και στον υπόλοιπο κόσμο, εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου την διαθέτουν στην αγορά από κοινού η Janssen Biotech, Inc. και η Pharmacyclics. Η Janssen και η Pharmacyclics συνεχίζουν ένα εκτενές πρόγραμμα κλινικής ανάπτυξης για την ιμπρουτινίμπη, που συμπεριλαμβάνει δεσμεύσεις για μελέτη Φάσης 3 σε πολλαπλούς πληθυσμούς ασθενών – μπορείτε να διαβάσετε την περίληψη χαρακτηριστικών του προϊόντος για την ιμπρουτινίμπη για περαιτέρω πληροφορίες.
Σχετικά με την RESONATE™-2 Τα ευρήματα της μελέτης RESONATE™-2 (PCYC-1115) έδειξαν ότι η ιμπρουτινίμπη προσέφερε σημαντική βελτίωση στην επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου και σε άλλα βασικά κλινικά καταληκτικά σημεία σε σύγκριση με την χλωραμβουκίλη σε ασθενείς ηλικίας τουλάχιστον 65 ετών με πρόσφατη διάγνωση ΧΛΛ. Το ποσοστό επιβίωσης χωρίς εξέλιξη της νόσου (PFS) στους 18 μήνες ήταν 90 τοις εκατό για την ιμπρουτινίμπη έναντι 52 τοις εκατό για την χλωραμβουκίλη.3 Η ιμπρουτινίμπη επίσης παρέτεινε σημαντικά τη συνολική επιβίωση (OS) (HR=0.16 τοις εκατό CI, 0.05, 0.56; P=0.001) με ποσοστό επιβίωσης στους 24 μήνες 98 τοις εκατό σε σύγκριση με 85 τοις εκατό για τους ασθενείς στο σκέλος της χλωραμβουκίλης. Η ασφάλεια της ιμπρουτινίμπης στον πληθυσμό ασθενών με ΧΛΛ που δεν είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία ήταν όμοια με τις αναφορές προηγούμενων μελετών.3,5 Οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις (AR) που αναφέρθηκαν στη μελέτη RESONATE-2 αντανακλούν την έκθεση στην ιμπρουτινίμπη με διάμεση διάρκεια 17,4 μηνών έναντι διάμεσης έκθεσης στη χλωραμβουκίλη 7,1 μηνών: σχεδόν 2,5 φορές μεγαλύτερη διάρκεια έκθεσης για την ιμπρουτινίμπη.3 Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες αντιδράσεις (≥20 τοις εκατό) οποιουδήποτε Βαθμού στην μελέτη RESONATE-2 για την ιμπρουτινίμπη ήταν διάρροια (42 τοις εκατό), κόπωση (30 τοις εκατό), βήχας (22 τοις εκατό) και ναυτία (22 τοις εκατό). Οι πιο συχνές μη αιματολογικές ανεπιθύμητες αντιδράσεις Βαθμού ≥3 ήταν σπάνιες με τέσσερα τοις εκατό μόνο (πνευμονία, υπέρταση και διάρροια).
Σχετικά με την ΧΛΛ Στους περισσότερους ασθενείς, η Χρόνια Λεμφοκυτταρική Λευχαιμία (ΧΛΛ) είναι σε γενικές γραμμές ένας καρκίνος του αίματος των λευκών αιμοσφαιρίων που ονομάζονται Β-λεμφοκύτταρα ο οποίος παρουσιάζει αργή ανάπτυξη. Η διάμεση ηλικία κατά τη διάγνωση είναι 72 έτη7 και τα ποσοστά επίπτωσης στους άνδρες και τις γυναίκες στην Ευρώπη είναι περίπου 5,87 and 4,01 περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα ανά έτος, αντίστοιχα. Η ΧΛΛ είναι μια χρόνια νόσος. Η διάμεση συνολική επιβίωση κυμαίνεται μεταξύ 18 μηνών και πάνω από 10 ετών ανάλογα με το στάδιο της νόσου. Η νόσος τελικά επιδεινώνεται στην πλειονότητα των ασθενών και οι ασθενείς διαθέτουν λιγότερες επιλογές θεραπείας κάθε φορά. Συνήθως γίνεται συνταγογράφηση πολλών γραμμών θεραπείας στους ασθενείς καθώς εμφανίζουν υποτροπές ή αντοχή στις θεραπείες.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ