Η συνεχιζόμενη περιστολή των ιατροφαρμακευτικών δαπανών έχει φτάσει στο σημείο να είναι μη βιώσιμη και αντιπαραγωγική, τονίζει σε συνέντευξή του στο PhB (Φρβρουάριους 2014) o ισχυρός άνδρας της Roche Ελλάδος, Δρ Alexander Zehnder. Χαρακτηρίζει θετική την κίνηση της κυβέρνησης να παρέμβει στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, λέγοντας πως κάθε απόφαση που στοχεύει στον εξορθολογισμό του τομέα της δημόσιας υγείας και την αναβάθμιση της πρωτοβάθμιας φροντίδας είναι όχι μόνο θετική, αλλά και αναγκαία εξέλιξη – αρκεί όμως να προβλέπει αυξημένη αποτελεσματικότητα, καλύτερο έλεγχο στις δαπάνες και βελτιωμένη πρόσβαση στη θεραπεία.
Χρειαζόμαστε, τονίζει, πολιτικές που θα σέβονται τις ανάγκες των ασθενών και θα επιτρέπουν την είσοδο νέων φαρμακευτικών προϊόντων στην αγορά, ενώ ταυτόχρονα θα προβλέπουν μέτρα για να εξασφαλίζεται ο απαραίτητος έλεγχος. Γενικότερα, δηλώνει εντυπωσιασμένος από την αποφασιστικότητα, την αξιοπρέπεια και την ανθεκτικότητα που έχουν επιδείξει οι Έλληνες. Και εκτιμά πως υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης στην παροχή υπηρεσιών, είτε του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες θα έπρεπε να βασίζονται στην ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα, αλλά παρακωλύονται, σε μεγάλο βαθμό, από τη γραφειοκρατία.
Είστε πλέον στα ηνία της Roche στην Ελλάδα αρκετό χρονικό διάστημα. Πώς βλέπετε την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην ελληνική φαρμακευτική αγορά;Πραγματικά, βρίσκομαι εδώ σχεδόν ένα χρόνο, διάστημα απαραίτητο για να εξοικειωθώ με την ελληνική πραγματικότητα και για να αντιληφθώ τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η τοπική φαρμακευτική αγορά. Αναπόφευκτα, η φαρμακοβιομηχανία – όπως άλλωστε το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στη χώρα – έχει υποστεί τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Και αυτές έχουν οδηγήσει σε συνεχείς περικοπές στη φαρμακευτική δαπάνη και σχεδόν ολοκληρωτικό πάγωμα στα καινοτόμα φάρμακα. Στη δύσκολη αυτή περίοδο, είναι πολύ σημαντικό να γίνει κατανοητή και να αναδειχθεί η αξία των φαρμακευτικών προϊόντων, αφενός για την υγεία και την ευημερία της ελληνικής κοινωνίας και αφετέρου για το πώς μπορεί ο συγκεκριμένος επιχειρηματικός κλάδος να συνδράμει την εθνική οικονομία. Η Roche, η μεγαλύτερη εταιρεία βιοτεχνολογίας παγκοσμίως και μία από τις ηγετικές δυνάμεις στη φροντίδα υγείας γενικά, υποστηρίζει με κάθε τρόπο την ελληνική θυγατρική της Roche Hellas σε όλο το εύρος και το βάθος των δραστηριοτήτων της, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην έρευνα και την καινοτομία. Μόνιμος στόχος μας είναι να συμβάλλουμε με κάθε τρόπο στην πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία των διαφόρων ασθενειών, βελτιώνοντας την υγεία και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Το 2014, έχει τεθεί πλαφόν στη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, ύψους 2 δισ. ευρώ. Πολλοί πιστεύουν ότι θα υπάρξουν νέα προβλήματα πρόσβασης των ασθενών στη θεραπεία τους. Ποια είναι η εικόνα που έχετε εσείς και τι θα συμβουλεύατε την κυβέρνηση, ώστε να αντιμετωπίσει ενδεχόμενα προβλήματα;Οι περικοπές στη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη είναι μία πραγματικότητα με την οποία ερχόμαστε αναγκαστικά αντιμέτωποι. Εκτιμώ, ωστόσο, ότι η συνεχιζόμενη λήψη παρόμοιων μέτρων δεν θα έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ουσιαστικά, τέτοιου είδους μέτρα πλήττουν τα ασθενέστερα στρώματα του πληθυσμού, εφόσον οι λιγότερο προνομιούχοι υποφέρουν περισσότερο από την περιορισμένη πρόσβαση σε θεραπείες και φάρμακα. Ως αποτέλεσμα των εκτεταμένων περικοπών στον προϋπολογισμό των νοσοκομείων, για παράδειγμα, καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολο για αρκετούς ασθενείς να βρουν τη θεραπεία που τόσο απεγνωσμένα χρειάζονται. Η συνεχιζόμενη περιστολή των ιατροφαρμακευτικών δαπανών, δηλαδή, έχει φτάσει στο σημείο να είναι και μη βιώσιμη και αντιπαραγωγική. Στόχος θα πρέπει να είναι ο εξορθολογισμός των δαπανών για τη δημόσια υγεία συνολικά. Για την επίτευξη του στόχου αυτού απαιτείται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση στο ζήτημα της διαχείρισης της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, το οποίο δεν είναι δυνατόν να διευθετηθεί με μονοδιάστατες παρεμβάσεις. Χρειαζόμαστε πολιτικές που θα σέβονται τις ανάγκες των ασθενών και θα επιτρέπουν την είσοδο νέων φαρμακευτικών προϊόντων στην αγορά, ενώ ταυτόχρονα θα προβλέπουν μέτρα για να εξασφαλίζεται ο απαραίτητος έλεγχος. Επένδυση στην Υγεία σημαίνει επένδυση όχι μόνο στους ίδιους τους πολίτες, αλλά και στο μέλλον της χώρας. Υπάρχει, επιστημονικώς αποδεδειγμένα, στενή σχέση μεταξύ των δαπανών για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και της οικονομικής ανάπτυξης. Επομένως, αποτελεί μια, καθ’ όλα, λογική επιλογή για το ελληνικό κράτος να εξασφαλίσει υψηλής ποιότητας ιατρικές υπηρεσίες για τους πολίτες του. Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να προχωρήσει το επόμενο διάστημα σε αλλαγές, κυρίως στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας της χώρας. Πώς κρίνετε τις κινήσεις αυτές; Κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση; Τι πρέπει να προσέξουν οι υπεύθυνοι;Η διαφαινόμενη αυτή πολιτική, από πλευράς της ελληνικής κυβέρνησης, εντάσσεται σε μια γενικότερη προσπάθεια, παγκοσμίως, να ανασυγκροτηθεί η δημόσια υγεία και να βελτιωθούν οι παρεχόμενες ιατρικές υπηρεσίες. Αυτές οι εξελίξεις εκφράζουν την ανάγκη να αναβαθμιστεί ο ρόλος της πρωτοβάθμιας φροντίδας και να απελευθερωθούν τα νοσοκομεία, τα οποία έχουν επιβαρυνθεί ιδιαίτερα αναλαμβάνοντας ιατρικά περιστατικά που θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται σε πρωτοβάθμιο επίπεδο. Από την άποψη αυτή, θεωρώ ότι η ελληνική κυβέρνηση αφουγκράζεται τις διεθνείς εξελίξεις. Πριν την εφαρμογή οποιασδήποτε νέας πολιτικής θα πρέπει, φυσικά, να προηγηθούν αναλυτικές μελέτες, ώστε να προσαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις στις ιδιαιτερότητες του ελληνικού περιβάλλοντος. Κάθε απόφαση που στοχεύει στον εξορθολογισμό του τομέα της δημόσιας υγείας και την αναβάθμιση της πρωτοβάθμιας φροντίδας αποτελεί θετική, αλλά και αναγκαία, εξέλιξη, αρκεί να προβλέπει αυξημένη αποτελεσματικότητα, καλύτερο έλεγχο στις δαπάνες, βελτιωμένη πρόσβαση στη θεραπεία, και προαγωγή της δημόσιας υγείας γενικά. Από την άλλη πλευρά, η μετάβαση θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ομαλή, ενώ θα πρέπει να αναγνωρίζεται η συνεισφορά όλων των εμπλεκόμενων φορέων: ιατρικού και διοικητικού προσωπικού, ασθενών και προμηθευτών. Θα ήθελα να μου πείτε τι είναι αυτό που σας εξέπληξε από αυτά που έχετε συναντήσει στην Ελλάδα;Είναι γεγονός ότι η παρουσία μου στην Ελλάδα έχει συμπέσει με μια δύσκολη περίοδο για τη χώρα και τους κατοίκους της. Ο ελληνικός λαός κάνει σκληρές θυσίες για να μπορέσει η χώρα να βγει από την οικονομική κρίση, με όποιες συνέπειες μπορεί να έχει αυτή η επίπονη προσπάθεια για την κοινωνία συνολικά και για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Αυτό, λοιπόν, που με έχει εκπλήξει, και εντυπωσιάσει συνάμα, είναι η αποφασιστικότητα, η αξιοπρέπεια και η ανθεκτικότητα που έχουν επιδείξει οι Έλληνες όλο αυτό το διάστημα. Δεδομένου αυτού, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης στην παροχή υπηρεσιών, είτε του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες θα έπρεπε να βασίζονται στην ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα, αλλά παρακωλύονται σε μεγάλο βαθμό από τη γραφειοκρατία. Η αλληλοεπικάλυψη αρμοδιοτήτων και η πολυπλοκότητα της νομοθεσίας έχουν ως αποτέλεσμα να καθυστερούν σημαντικά οι διαδικασίες, ενώ παράλληλα αυτές οι γραφειοκρατικές καθυστερήσεις αποθαρρύνουν εταιρείες του εξωτερικού από το να επενδύσουν στη χώρα. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να προσελκύσει επενδύσεις στον τομέα της κλινικής έρευνας. Η Roche είναι μία από τις φαρμακοβιομηχανίες που επενδύουν διεθνώς τεράστια ποσά στον τομέα αυτό; Τι θεωρείτε ότι λείπει ώστε η Ελλάδα να καταφέρει πράγματι να γίνει πόλος έλξης τέτοιων επενδύσεων;Θα συμφωνήσω απόλυτα με την εκτίμηση αυτή. Με την κλινική έρευνα οι εταιρείες δοκιμάζουν την αποτελεσματικότητα διαφόρων φαρμακευτικών προϊόντων. Τα οφέλη από τη διαδικασία αυτή είναι πολλαπλά για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και εξίσου σημαντικά για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας: οι ασθενείς επωφελούνται αποκτώντας πρόσβαση σε καινοτόμα φάρμακα και πρωτοποριακές θεραπείες, η επιστημονική κοινότητα επωφελείται αποκτώντας πρόσβαση στην πιο σύγχρονη ιατρική τεχνολογία•και, τέλος, η εθνική οικονομία επωφελείται από τη δημιουργία θέσεων εργασίας, τη διενέργεια άμεσων ξένων επενδύσεων και την εισροή συναλλάγματος. Έχει υπολογιστεί, για παράδειγμα, ότι μία θέση κλινικού ερευνητή δημιουργεί ταυτόχρονα άλλες τρεις θέσεις εργασίας εξειδικευμένου προσωπικού σε τομείς όπως η μοριακή βιολογία, η γενετική κ.λπ. Κάθε χρόνο, ο φαρμακευτικός κλάδος επενδύει σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες περίπου 30 δισ. ευρώ ετησίως για έρευνα και ανάπτυξη, με το 70% του ποσού αυτού να διοχετεύεται συγκεκριμένα στην κλινική έρευνα. Πρόκειται φυσικά για πολύ μεγάλες επενδύσεις, αν και μόνο μέρος τους απορροφάται από την Ελλάδα. Ενδεικτικά, το 2012 η αγορά της κλινικής έρευνας στην Ελλάδα άγγιξε τα 110 εκατ. ευρώ, όταν οι αντίστοιχες επενδύσεις στο Βέλγιο ήταν πενταπλάσιας αξίας. Η τάση είναι μεν αυξητική, αλλά υπολειπόμαστε αρκετά σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το θετικό είναι πως η Ελλάδα παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να την καταστήσουν πιο ελκυστική για επενδύσεις στον τομέα των κλινικών ερευνών: πληθυσμιακά κριτήρια (άνω των 11 εκατομμυρίων κάτοικοι)• ικανό αριθμό δημόσιων νοσοκομείων (περίπου 130) και ιατρικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων (7 ιατρικές σχολές ανά την Ελλάδα)•αξιόλογο, εξειδικευμένο και άριστα καταρτισμένο επιστημονικό προσωπικό, χαμηλό κόστος διεξαγωγής των κλινικών μελετών. Στα αρνητικά της, από την άλλη, συγκαταλέγονται οι γραφειοκρατικές διαδικασίες, που είναι αργές και όχι πάντα διαφανείς, φέρνοντας τη χώρα σε μειονεκτική θέση ως προς την ανταγωνιστικότητα. Εμείς στη Roche, ωστόσο, συνεχίζουμε να επενδύουμε στην έρευνα και την ανάπτυξη στην Ελλάδα, παρά τις δυσμενείς συγκυρίες. Μόνο το 2013 πραγματοποιήσαμε σε 170 κέντρα πάνω από 30 ενεργές κλινικές έρευνες στη χώρα, με τη συμμετοχή περισσότερων των 1.200 ασθενών,•και συνεχίζουμε αδιάλειπτα ως σήμερα. Η εταιρεία σας ηγείται της έρευνας για τη λεγόμενη «εξατομικευμένη θεραπεία». Μπορείτε να μας δώσετε μερικά παραδείγματα για το τι μπορεί να προσφέρει;Οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί μεταξύ τους και η ίδια αρχή ισχύει για τις ασθένειες. Έπειτα από χρόνια παρατήρησης και εμπειρίας, η επιστημονική κοινότητα έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ασθενείς με την ίδια νόσο αντιδρούν διαφορετικά είτε στην ίδια την ασθένεια είτε στην παρεχόμενη αγωγή. Η συνειδητοποίηση αυτή μας οδήγησε στην ανάπτυξη της στρατηγικής μας για την «Εξατομικευμένη Θεραπεία», η οποία στοχεύει στο να προσφέρει εστιασμένες θεραπευτικές λύσεις για την ουσιαστική βελτίωση της υγείας και της ποιότητας ζωής των ασθενών. «Εξατομικευμένη θεραπεία» για μας σημαίνει προσαρμογή της θεραπείας στον ασθενή – και όχι το αντίστροφο – για την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών κλινικών αποτελεσμάτων. Και αυτή η προσαρμογή της θεραπείας στηρίζεται στην κατανόηση και επέκταση των γνώσεών μας για τους μηχανισμούς λειτουργίας κάθε ασθένειας, σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία μας σε τομείς όπως η μοριακή βιολογία, αλλά και στην τεχνολογική μας εξειδίκευση. Στόχος μας είναι να συνεχίσουμε να προσαρμόζουμε – στο μέτρο του δυνατού – τη θεραπεία στις ανάγκες των ασθενών και να προσφέρουμε στους επαγγελματίες της υγείας ισχυρότερες, αποτελεσματικότερες, καθώς και στοχευμένες θεραπευτικές αγωγές, που προκύπτουν από την παραγωγή και εφαρμογή νέων επιστημονικών γνώσεων. Επιτυχίες θεωρούνται, π.χ., οι εξατομικευμένες θεραπείες μας για τον καρκίνο του στήθους και του στομάχου, την ηπατίτιδα Β και την ηπατίτιδα C, ενώ η επιτυχία συνεχίζεται με τις τελευταίες θεραπείες που αναπτύξαμε για την αντιμετώπιση του HER2-θετικού καρκίνου στο στήθος. Η ανάγκη για «Εξατομικευμένη Θεραπεία» είναι εντονότερη τώρα από ποτέ, καθώς προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς: ασθενείς, γιατρούς και όσους επιβαρύνονται με πληρωμές και αποζημιώσεις, ενώ συνιστά αποτελεσματική διαχείριση των δαπανών για τη δημόσια υγεία. Μέσω της ολοκληρωμένης παροχής διαγνωστικών και φαρμακευτικών προϊόντων, η Roche παραμένει στην κορυφή ως ξεκάθαρη ηγετική δύναμη στον τομέα της εξατομικευμένης περίθαλψης. Το κράτος θα πρέπει να προσφέρει άμεσα πρόσβαση στα φαρμακευτικά προϊόντα «Εξατομικευμένης Θεραπείας», αφού προσφέρουν σημαντικά οφέλη για τους ασθενείς και σημαίνουν αποτελεσματική διαχείριση των διαθέσιμων πόρων. Η «Εξατομικευμένη Περίθαλψη» προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία στην Ελλάδα να μετατραπεί από χώρα – «ακόλουθο» σε ηγέτιδα δύναμη, εφαρμόζοντας πρωτοβουλίες «ηλεκτρονικής υγείας»/e-health (π.χ. με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση), την επιστημονική αριστεία και αξιοποιώντας συνεργασίες μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Από την άλλη, υπάρχει το μείζον πρόβλημα του κόστους. Όλες οι νέες θεραπείες είναι αρκετά ακριβές, ενώ την ίδια ώρα όλες οι χώρες προσπαθούν να ελέγξουν το διαρκώς αυξανόμενο κόστος υγείας. Υπάρχει λύση στην εξίσωση;Αδιαμφισβήτητα, η παγκόσμια οικονομική κρίση και η επακόλουθη ύφεση έχουν οδηγήσει τις χώρες του ΟΟΣΑ σε μειώσεις δαπανών. Παρά το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα έχει αυξηθεί η ζήτηση ιατρικών και φαρμακευτικών προϊόντων/υπηρεσιών, έχουν ταυτόχρονα μειωθεί οι διαθέσιμοι πόροι και αυτό γιατί τα επιβεβλημένα οικονομικά μέτρα εστιάζονται, κατά κύριο λόγο, στην περιστολή των φαρμακευτικών δαπανών. Το πρόβλημα με την πολιτική αυτή, ωστόσο, είναι πως αγνοεί την πολυπαραγοντική φύση του τομέα της δημόσιας υγείας, ενώ παραγνωρίζει την επενδυτική προσφορά της βιομηχανίας φαρμάκου και την ώθηση που δίνει στις κατά τόπους εθνικές οικονομίες. Οι επενδύσεις στην καινοτομία αποτελούν τη μόνη βιώσιμη και αποτελεσματική λύση στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στις μέρες μας τα εθνικά συστήματα υγείας σε όλον τον κόσμο, καθώς μπορούν να συμβάλουν μακροπρόθεσμα στη σταδιακή μείωση των δαπανών και, παράλληλα, να οδηγήσουν σε οικονομική ανάπτυξη – με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν θα παραμεριστούν στη βάση βραχυπρόθεσμων θεωρήσεων. Η επένδυση στη δημόσια υγεία δεν σημαίνει μόνο εξασφάλιση της ευημερίας και της ευεξίας των πολιτών – ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας από μόνο του. Σημαίνει, ακόμη, επένδυση στην ανάπτυξη και την πρόοδο. Το όποιο κόστος θα πρέπει να αντισταθμιστεί με την προοπτική ενός υγιούς και ενεργού πληθυσμού και με τα πολλαπλά αναμενόμενα οφέλη που θα προκύψουν από την αυξημένη παραγωγικότητα του πληθυσμού αυτού. Στη Roche πιστεύουμε ότι μόνο μέσω των επενδύσεων θα επανακάμψει η οικονομία, και οι φαρμακευτικές εταιρείες αποδεδειγμένα επενδύουν πέντε φορές περισσότερα χρήματα στην έρευνα και την ανάπτυξη από οποιονδήποτε άλλο επιχειρηματικό τομέα. H Roche, εδώ και χρόνια, πρωτοστατεί στην έρευνα για τη θεραπεία του καρκίνου, αναπτύσσοντας καινοτόμες θεραπείες, όπως π.χ. για τον καρκίνο του μαστού ή το μελάνωμα. Ποιες νέες θεραπείες βρίσκονται σε τελικό στάδιο ανάπτυξης από την εταιρεία σας;Η βιοτεχνολογία βρίσκεται στην αιχμή της ιατρικής επιστήμης και αποτελεί συνώνυμο της καινοτομίας και της επιστημονικής προόδου. Αποτελώντας τη μεγαλύτερη εταιρεία βιοτεχνολογίας στον κόσμο, η Roche διεξάγει εργαστηριακές έρευνες εφαρμόζοντας στην πράξη τις τελευταίες κατακτήσεις της κυτταρικής και μοριακής βιολογίας, ώστε να παράγει τα πιο καινοτόμα φάρμακα και τις πιο εξελιγμένες θεραπείες στους τομείς στους οποίους δραστηριοποιείται: την ιολογία, την καρδιολογία, τις μεταμοσχεύσεις, τη νεφρική αναιμία, την ογκολογία, τα μεταβολικά και τα αυτοάνοσα νοσήματα. Η γραμμή ανάπτυξης νέων προϊόντων της εταιρείας αυτή τη στιγμή είναι από τις πιο ισχυρές στη φαρμακοβιομηχανία και, κατά συνέπεια, αποτελεί τον κύριο μοχλό ανάπτυξής μας για τα επόμενα χρόνια. Έχουμε δημιουργήσει νέα στοχευμένα φάρμακα για τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού, όπως το pertuzumab και το trastuzumab emtansine [τα οποία εγκρίθηκαν από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA) το 2013] ή το obinutuzumab, για τους ασθενείς με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία, το πρώτο φαρμακευτικό προϊόν που ανακηρύχθηκε ως «Επαναστατική Θεραπεία» και έλαβε έγκριση μέσω της διαδικασίας ταχείας αξιολόγησης (Breakthrough Therapy Designation) του Αμερικανικού Οργανισμού Ελέγχου Φαρμάκων και Τροφίμων (FDA). Διεθνώς βλέπουμε πως, παρά τις μεγάλες επενδύσεις που κάνουν οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες στην έρευνα και ανάπτυξη, η ανακάλυψη νέων φαρμάκων δεν ανταποκρίνεται στις υψηλές προσδοκίες. Πού πιστεύεται ότι οφείλεται το φαινόμενο αυτό; Είναι πρόσκαιρο ή και στο μέλλον θα έχουμε όλο και λιγότερα νέα προϊόντα; Η διεξαγωγή ερευνών δεν αποφέρει πάντα σαφή και μετρήσιμα αποτελέσματα, ούτε και τα παράγει σε απόλυτα προκαθορισμένο χρόνο. Η όλη διαδικασία είναι μακρά, επισφαλής, κοστοβόρα και σύνθετη. Διεθνώς, εγκρίνεται μόλις μία χημική ένωση από τις 5.000 συνολικά που εισάγονται στη γραμμή ανάπτυξης νέων προϊόντων, ενώ μόλις το 16% των φαρμάκων που φτάνουν στο κλινικό στάδιο έχουν πιθανότητες να εξασφαλίσουν άδεια. Την ίδια στιγμή, η μέση επένδυση για την έρευνα και ανάπτυξη ενός φαρμάκου υπολογίζεται στα 1.2 δισ. δολ., συμπεριλαμβανομένου του κόστους ενδεχόμενης αποτυχίας. Υπάρχουν, ωστόσο, στοιχεία που καταδεικνύουν ότι, παρόλο που η έρευνα έχει παράξει παγκοσμίως λιγότερα φάρμακα τα τελευταία χρόνια, η θεραπευτική αξία τους είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Και στην ενδεχόμενη αντιπαράθεση μεταξύ ποσότητας-ποιότητας αναφορικά με τη φαρμακευτική παραγωγή, η ποιότητα έρχεται αναπόφευκτα πάντα πρώτη. Θα πρέπει, εξάλλου, να σημειώσω ότι πάντα εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα από την ερευνητική και κλινική διαδικασία δοκιμής ενός φαρμάκου που μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε επόμενες έρευνες ή διαδικασίες παρασκευής. Κάθε έρευνα προσφέρει ακόμη ένα «λιθαράκι» στο συνολικό οικοδόμημα της επιστημονικής γνώσης. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που οι φαρμακοβιομηχανίες όχι μόνο αρνούνται να αποθαρρυνθούν, αλλά αντίθετα προχωρούν σε νέες επενδύσεις, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις παρασκευής και βελτίωσης των φαρμάκων. Κι αυτή η επιμονή από πλευράς μας είναι πολύ ενθαρρυντική για το μέλλον.
Υπεύθυνη Σύνταξης στο Virus.com.gr - Αρχισυντάκτρια του περιοδικού Pharma & Health Business
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ