Σε επιφυλακή θα πρέπει να είναι οι ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2) για την εντατικοποίηση της αγωγή τους με στόχο την προφύλαξή τους από τον COVID-19. Ομοίως όσοι νοσήσουν πρέπει να λάβουν κατάλληλη και ασφαλή αγωγή, η οποία θα τους προφυλάσσει από την βαρύτητα της νόσου και θα επιφέρει καλή ρύθμιση.
Σχετική ανάλυση των μηχανισμών επίδρασης των σύγχρονων αντιδιαβητικών αγωγών στη νόσηση από COVID-19 θα δημοσιευθεί στο διεθνούς κύρους επιστημονικό περιοδικό Endocrine Reviews την 1η Ιουνίου 2020. Η Ακαδημαϊκή Υπότροφος Παρασκευή Καζάκου και η Καθηγήτρια της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ασημίνα Μητράκου, συνοψίζουν τα νεότερα δεδομένα.
Παρά το γεγονός ότι η μετφορμίνη ασκεί αντιφλεγμονώδη δράση και μειώνει τους δείκτες φλεγμονής σε ασθενείς με ΣΔ2, σε ότι αφορά τη λοίμωξη από COVID-19 τα δεδομένα σχετικά με την ανοσοτροποποιητική της δράση είναι ανεπαρκή.
Σε κάποιες μελέτες, φαίνεται ότι η ανοσολογική απάντηση στο εμβόλιο της γρίπης είναι μετρίως επηρρεασμένη σε ασθενείς που λαμβάνουν μετφορμίνη, με αβέβαιη όμως κλινική σημασία.
Προσοχή συνιστάται στη χρήση της μετφορμίνη σε ασταθείς νοσηλευόμενους ασθενείς και να διακόπτεται σε ασθενείς με σήψη ή διαταραχή ηπατικής και νεφρικής λειτουργίας.
Οι σουλφονυλουρίες αυξάνουν τον κίνδυνο υπογλυκαιμίας και καλό είναι να αποφεύγονται σε νοσηλευόμενους ασθενείς με βαριά νόσο.
Σχετικά με τους αναστολείς του συμμεταφορέα τύπου 2 νατρίου-γλυκόζης (SGLT2) «είναι καλά ανεκτοί στην καθημερινότητα ασθενών με ΣΔ και ασκούν καρδιοπροστατευτική δράση, κυρίως στα πλαίσια καρδιακής ανεπάρκειας» σημειώνουν οι ειδικοί.
Επειδή στη λοίμωξη με COVID-19 εμφανίζονται ανορεξία, αφυδάτωση και ταχεία επιδείνωση της κλινικής κατάστασης, «οι συμπτωματικοί ασθενείς με ΣΔ2 και νόσο COVID-19 πιθανόν βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο υποογκαιμίας και ευγλυκαιμικής κετοξέωσης». Από τα κλινικά δεδομένα προκύπτει η ανάγκη για εκ νέου αξιολόγηση ή/και διακοπή των συγκεκριμένων φαρμάκων σε εξωνοσοκομειακούς νοσούντες ασθενείς και άμεση διακοπή κατά την εισαγωγή βαρέως πασχόντων ασθενών με λοίμωξη COVID-19 στο νοσοκομείο.
Μπορεί οι αναστολείς του ενζύμου διπεπτυλ-πεπτιδάση 4 (DPP4) να χρησιμοποιούνται ευρέως στη θεραπεία του ΣΔ2, αλλά το εν λόγω ένζυμο DPP4 λειτουργεί ως συνυποδοχέας για κάποιους κορονοϊούς. Δεν είναι όμως σαφές για τον SARS-COV-2.
Επίσης, το ίδιο ένζυμο πιθανόν να παίζει ρυθμιστικό ρόλο στα επίπεδα και τη δράση πολλαπλών ανοσοτροποποιητικών χημειοκινών και κυτοκινών, αλλά σε μελέτες σε ποντίκια,δεν παρατηρήθηκε απορρύθμιση των δεικτών φλεγμονής.
Θα χρειαστούν περισσότερα δεδομένα για την επίδραση από τη μειωμένη δραστηριότητα DPP4 σε ασθενείς με ΣΔ2. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι «σε ασθενείς με λοίμωξη COVID-19 που εκδηλώνουν υποογκαιμία ή σήψη και μείωση της νεφρικής λειτουργίας χρειάζεται προσαρμογή της δόσης του αναστολέα DPP4».
Γλυκαγόνη πεπτιδίου-1
Έχει παρατηρηθεί ότι τα ενδογενή κυκλοφορούντα επίπεδα GLP-1 αυξάνονται σε ασθενείς με βαριά νόσο και σήψη, ενώ σχετίζονται θετικά με τη βαρύτητα της νόσου και τη θνησιμότητα. Πλήθος προκλινικών μελετών δείχνουν ότι οι αγωνιστές υποδοχέων γλυκαγόνη πεπτιδίου-1 (GLP-1) μπορούν και μετριάζουν τη λοίμωξη αναπνευστικού, μειώνοντας την παραγωγή κυτοκινών, και προφυλάσσουν την αναπνευστική λειτουργία σε ποντίκια και αρουραίους με πνευμονική βλάβη.
Σύμφωνα με μελέτες σε ποντίκια, οι αγωνιστές υποδοχέων GLP-1 ακόμη μειώνουν το μέγεθος της πνευμονικής βλάβης μετά από λοίμωξη με συγκυτιακό αναπνευστικό ιό, μέσω ελάττωσης της ανοσολογικής απάντησης των κυτοκινών τύπου 2 στους πνεύμονες.
Μεγάλες κλινικές μελέτες που εξετάζουν την καρδιαγγειακή ασφάλεια των GLP-1 αγωνιστών δεν έχουν δείξει αύξηση των ποσοστών φλεγμονής.
Η υπογλυκαιμική δράση των GLP-1 αγωνιστών έχει μελετηθεί, επίσης, κατά τη διάρκεια νοσηλείας σε ΜΕΘ όπως και σε βαριά ασθενείς με μηχανική υποστήριξη αναπνοής, και έχει φανεί ότι είναι ασφαλής και αποτελεσματική. Ωστόσο, αν και βραχυπρόθεσμες μελέτες δείχνουν ότι οι GLP-1 αγωνιστές είναι ασφαλείς, η έως τώρα κλινική εμπειρία σε βαριά νοσηλευόμενους ασθενείς με λοίμωξη COVID-19 δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει τη θεραπευτική επιλογή τους.
Ινσουλίνη
Μέσω της χρήση των συστημάτων συνεχούς καταγραφής γλυκόζης διαπιστώνεται ότι μπορεί να βοηθήσει στη μείωση των ποσοστών υπογλυκαιμίας σχετιζόμενης με ινσουλίνη κατά τη νοσηλεία. Περιέργως, σε μελέτες σε ανοσοκύτταρα ποντικών επιμολυσμένων με γρίπη, όπου προκλήθηκε επιλεκτική απώλεια της δράσης της ινσουλίνης, παρατηρήθηκε εξασθένιση της αντιφλεγμονώδους απάντησης των Τ κυττάρων.Επιπροσθέτως, στους ανθρώπους η ινσουλίνη ασκεί αντιφλεγμονώδη δράση και έχει βρεθεί ότι μειώνει τους βιοδείκτες φλεγμονής σε βαριά νοσηλευόμενους ασθενείς με βακτηριακές ή ιογενείς λοιμώξεις.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ