Μία διαφορετική ζυγαριά, που μετρά όχι το βάρος του χρήστη αλλά το βάρος της τροφής που καταναλώνει, τη διάρκεια του γεύματος και τον ρυθμό πρόσληψης τροφής φιλοδοξεί να αποτελέσει «εργαλείο» για την πρόληψη της παχυσαρκίας. Πώς όμως θα μπορούσαν οι πληροφορίες αυτές να αξιοποιηθούν για να αλλάξει κανείς τις διατροφικές του συνήθειες; Επιστήμονες από την Ελλάδα και άλλες τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες απαντούν ότι πίσω από τις διατροφικές διαταραχές και κυρίως πίσω από την παχυσαρκία, αλλά και τις διατροφικές διαταραχές, όπως η ανορεξία, κρύβεται καλά μία συγκεκριμένη συμπεριφορά. Σε αυτήν οδηγεί η απώλεια της αίσθησης του κορεσμού, με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνεται κανείς ότι χορταίνει και να εξακολουθεί να τρώει ακατάπαυστα, χωρίς να μειώνει σταδιακά τον ρυθμό, όπως είναι φυσιολογικό να συμβαίνει. «Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να εντοπιστεί μέσω της συγκεκριμένης ζυγαριάς, του λεγόμενου mandometer, που δημιουργήθηκε πριν από χρόνια στη Σουηδία και καταγράφει όχι το είδος της τροφής αλλά το βάρος της, όπως επίσης και τον ρυθμό με τον οποίο καταναλώνεται ένα κύριο γεύμα, καθώς και τον χρόνο του γεύματος» όπως εξηγεί ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Τάσος Ντελόπουλος. Ο ίδιος διευκρινίζει ότι η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται με επιτυχία σήμερα για την αλλαγή της συμπεριφοράς που ενοχοποιείται για την παχυσαρκία και μάλιστα σε ασθενείς που δεν επιδέχονταν άλλο είδος θεραπείας καθώς και με χαμηλά ποσοστά επανεμφάνισης της διαταραχής. Συγκεκριμένα, η θεραπευτική παρέμβαση για την τροποποίηση της συμπεριφοράς γίνεται στην κλινική Mando της Στοκχόλμης, όπου καλείται κάποιος να καταναλώσει ένα κύριο γεύμα. Ταυτόχρονα λαμβάνονται οι πληροφορίες μέσω του mandometer και με βάση αυτές, ειδικοί επιστήμονες καθοδηγούν τον συμμετέχοντα στη διαδικασία με οδηγίες για την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο τρώει. Η διαδικασία συνεχίζεται για δύο με τρεις μήνες μέχρι να επιτευχθεί η αλλαγή, ταυτόχρονα με καθοδήγηση για τη σωστή άσκηση και την επίτευξη ενός κατάλληλου ρυθμού φυσικής δραστηριότητας. Το επόμενο βήμα, κατά τον κ. Ντελόπουλο, είναι η διαδικασία αυτή να «ξεφύγει» από την κλινική πρακτική και τις εργαστηριακές συνθήκες και να προσαρμοστεί στην καθημερινότητα των χρηστών. Στο πλαίσιο αυτό, αντικείμενο του ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματος «Splendid» ήταν η τεχνική επιβεβαίωση μιας πρακτικής στην οποία πλέον, εκτός από την ζυγαριά mandometer συμμετέχουν αισθητήρες μάσησης που προσαρμόζονται στο αυτί σαν ακουστικό, φορετά στη ζώνη επιταχυνσιόμετρα που καταγράφουν τη φυσική δραστηριότητα αλλά και smartphones που δέχονται τα δεδομένα των συσκευών και είναι έτοιμα να διοχετεύσουν τις κατάλληλες πληροφορίες για την αλλαγή του τρόπου λήψης τροφής. «Το τριετές πρόγραμμα Splendid, στο οποίο συμμετέχει η ερευνητική Ομάδα Κατανόησης Πολυμέσων από το Εργαστήριο Επεξεργασίας Πληροφορίας και Υπολογισμών και το Εργαστήριο Ιατρικής Πληροφορικής του ΑΠΘ, ολοκληρώνεται τον ερχόμενο Σεπτέμβριο κι έπειτα από δοκιμές του τεχνολογικού εξοπλισμού από μαθητές λυκείου στη Στοκχόλμη, θα πραγματοποιηθούν εντός του Ιουλίου αντίστοιχες δοκιμές από εθελοντές σε πανεπιστήμιο της Ολλανδίας. Σε αυτές γίνεται μια αυτόματη καταγραφή δεδομένων, τα οποία αναλύονται μέσω ειδικών αλγορίθμων που έχουν αναπτυχθεί προκειμένου, χωρίς να απαιτείται η παρουσία κάποιου ειδικού επιστήμονα, ο χρήστης να βλέπει στην οθόνη του κινητού του το λανθασμένο πρότυπο διατροφής και το φυσιολογικό που του προτείνεται να υιοθετήσει» σημειώνει ο αν. καθηγητής του ΑΠΘ. Δεν παραλείπει, άλλωστε, να αναφέρει ότι μέσω του αισθητήρα μάσησης καταγράφονται και τα σνακ που μπορεί να καταναλώνει κάποιος κατά τη διάρκεια της ημέρας, χωρίς όμως τις περισσότερες φορές να είναι σε θέση να τα καταγράψει υποκειμενικά.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ