Την συσχέτιση Διαταραχών της Αναπνοής στον Ύπνο με αυξημένο κίνδυνο νόσησης, νοσηλείας και θνητότητας από COVID-19 στο γενικό πληθυσμό εξέτασαν επιστήμονες. Σύμφωνα με Αμερικάνικη μελέτη η χρόνια έκθεση σε νυχτερινή υποξαιμία λόγω Διαταραχών της Αναπνοής στον Ύπνο επάγει ταχεία κλινική επιδείνωση και αυξάνει την πιθανότητα βαριάς νόσου και θανάτου από COVID-19.
Εκτιμάται ότι σχεδόν 1 δις ασθενείς σε όλο τον πλανήτη πάσχουν από Διαταραχές της Αναπνοής στον Ύπνο, με σημαντική νυχτερινή υποξαιμία και συνοσηρότητες, όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, η παχυσαρκία και η υπέρταση. Η διάγνωση τίθεται με πολυκαταγραφική μελέτη κατά τη διάρκεια του ύπνου και η βαρύτητα προσδιορίζεται κυρίως με το Δείκτη Απνοιών / Υποπνοιών ανά ώρα ύπνου, αλλά και με το ποσοστό του χρόνου ύπνου με κορεσμό αιμοσφαιρίνης < 90% (νυχτερινή υποξαιμία).
Η συγκεκριμένη μελέτη πραγματοποιήθηκε στο Νοσοκομείο Cleveland Clinic (Ohio and Florida) των ΗΠΑ, από το χρονικό διάστημα από τις 8 Μαρτίου έως και τις 30 Νοεμβρίου του 2020. Ο πληθυσμός της μελέτης ήταν 350.170 ασθενείς που εξετάστηκαν για COVID-19 λοίμωξη. Προηγούμενη μελέτη ύπνου αφορούσε 5402 ασθενείς, μέσης ηλικίας 56.4 [14.5] ετών, εκ των οποίων 1935 (35,8%) βρέθηκαν θετικοί για COVID-19 λοίμωξη.
Τα στοιχεία της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο διακεκριμένο περιοδικό JAMA Network Open.Οι καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεωργία Τρακαδά και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) παρουσιάζουν περιληπτικά τα δεδομένα.
Οι ασθενείς με Διαταραχές της Αναπνοής στον Ύπνο που νοσούσαν από COVID-19 (έναντι αυτών που δε νοσούσαν) είχαν:
Από την στατιστική ανάλυση των δεδομένων δεν προκύπτει αυξημένος κίνδυνος νόσησης από COVID-19 σε αυτή την κατηγορία ασθενών, σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, όταν συναξιολογήθηκαν όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες κινδύνου (ηλικία, φύλο, φυλή, δείκτης μάζας σώματος, διαβήτης, καρδιαγγειακή νόσος, χρόνια πνευμονική νόσος και κάπνισμα).
Όταν υπήρξε συνδυασμός Διαταραχών της Αναπνοής στον Ύπνο με νόσηση από COVID-19, η βαρύτητα της νυχτερινής υποξαιμίας αποτελούσε παράγοντα κινδύνου για κακή κλινική έκβαση (1,39; 95%CI, 1,10-1,74, P = 0,005), αυξάνοντας την πιθανότητα νοσηλείας και θανάτου κατά 31% (1,31; 95%CI, 1,08-1,57, P = 0,005). Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι ασθενείς με ποσοστό συνολικού χρόνου ύπνου με κορεσμό αιμοσφαιρίνης < 90% μεταξύ 1,8-12,8% και >12,8% είχαν αντίστοιχα 42% και 38% πιο αυξημένο κίνδυνο νοσηλείας και θνητότητας, σε σχέση με αυτούς με ≤ 0,1%. Επιπλέον, για κάθε 5% αύξηση της μέσης και της ελάχιστης τιμής κορεσμού αιμοσφαιρίνης κατά τον ύπνο, η πιθανότητα νοσηλείας και θνητότητας μειωνόταν κατά 19% και 6% αντίστοιχα. Η έκβαση ήταν ανεξάρτητη του τύπου των απνοιών – αποφρακτικές ή κεντρικές. Τέλος, η μέση και η ελάχιστη τιμή κορεσμού αιμοσφαιρίνης κατά τον ύπνο συσχετιζόταν αντιστρόφως ανάλογα με τα επίπεδα της C – αντιδρώσας πρωτεϊνης, που αποτελεί ένα σημαντικό δείκτη παρακολούθησης της φλεγμονής στη νόσο COVID-19.
Η νυχτερινή υποξαιμία λόγω Διαταραχών της Αναπνοής στον Ύπνο επιτείνει τη φλεγμονή και την υπερπηκτικότητα, συμβάλει στην έκκριση προφλεγμονωδών κυτταροκινών και ευνοεί τον πολλαπλασιαμό του ιού. Ακόμη συνδέεται με αυξημένη συγκέντρωση όλων των δεικτών φλεγμονής στο αίμα (αριθμός λευκών αιμοσφαιρίων και ουδετεροφίλων, δ-διμερή, επίπεδα C – αντιδρώσας πρωτεϊνης), καθώς και με την εκδήλωση καρδιαγγειακών νοσημάτων. Στην COVID-19 φαίνεται να δρα αθροιστικά στις συνέπειες της υποξαιμίας λόγω της πνευμονίας.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ