Νέα μελέτη καταδεικνύει τον αυξημένο κίνδυνο ενδονοσοκομειακών καρδιαγγειακών και νεφρικών επιπλοκών. Ο κίνδυνος παραμονεύει τόσο για ασθενείς με υψηλά όσο και σε χαμηλά επίπεδα γλυκόζης, καθώς και σε ασθενείς με ή χωρίς διαβήτη.
Η πολυκεντρική προοπτική μελέτη, που διεξήχθη στη Μ.Βρετανία και δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Diabetes Care, αξιολογεί τη σύνδεση μεταξύ των συγκεντρώσεων γλυκόζης στο αίμα κατά την εισαγωγή στο Νοσοκομείο και την εμφάνιση καρδιαγγειακών και νεφρικών επιπλοκών σε ασθενείς με COVID-19. Οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Ενδοκρινολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου Αλεξάνδρα, Σταυρούλα (Λίνα) Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Προληπτικής Ιατρικής), Γεωργία Κάσση (Διευθύντρια ΕΣΥ Ενδοκρινολογίας-Διαβήτη-Μεταβολισμού) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής.
Ο πληθυσμός της μελέτης ήταν 36.269 ενήλικες νοσηλευόμενοι με COVID-19 και διάμεση ηλικία τα 71 έτη το διάστημα από 6 Φεβρουαρίου 2020 έως 16 Μαρτίου 2021. Εξ αυτών 20.591 από αυτούς ήταν άνδρες (56,8%).
Αναλυτικά, καρδιαγγειακές και νεφρικές επιπλοκές εμφανίστηκαν σε 10.421 (28,7%) ασθενείς. Μια μη γραμμική συσχέτιση μεταξύ του επιπέδου γλυκόζης εισαγωγής και των καρδιαγγειακών και νεφρικών επιπλοκών καταγράφηκε, αλλά η φύση της μη γραμμικής σχέσης ήταν συγκεκριμένη ανάλογα με το αποτέλεσμα.
Επιρρεπείς να εμφανίσουν καρδιακή ανεπάρκεια, αρρυθμία και επιπλοκές πήξης είχαν ασθενείς με επίπεδα γλυκόζης στο υπογλυκαιμικό εύρος. Αξιοσημείωτο είναι η σύνδεση που έκαναν οι ερευνητές μεταξύ του επιπέδου γλυκόζης και των πιθανοτήτων εμφάνισης καρδιακής ανακοπής, καρδιακής ισχαιμίας και εγκεφαλικού επεισοδίου χαρακτηρίστηκε από αυξανόμενες πιθανότητες με αυξανόμενα επίπεδα γλυκόζης εισαγωγής.
Διαφορετική ήταν η εικόνα για την καρδιακή ισχαιμία και το εγκεφαλικό επεισόδιο. Η αύξηση των πιθανοτήτων ήταν γραμμική σε όλη την κατανομή της γλυκόζης, ενώ για την καρδιακή ανακοπή ο ρυθμός αύξησης μειώθηκε σε υψηλότερες τιμές γλυκόζης.
Καθοριστικό ρόλο στις περισσότερες επιπλοκές, έπαιξαν η ηλικία. Υψηλότερες πιθανότητες επιπλοκών είχαν ασθενείς με υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης αλλά με ηλικία μικρότερη των 69 ετών. Επίσης, επηρέασε η προϋπάρχουσα κατάσταση διαβήτη αλλά κυρίως η νεφρική βλάβη και η καρδιακή ισχαιμία.
Συνεπώς, τα ευρήματα τονίζουν τη σημασία του τακτικού ελέγχου γλυκόζης κατά την εισαγωγή προκειμένου να εφαρμοστούν εξατομικευμένες στρατηγικές γλυκαιμικής ρύθμισης. Εκ των διαπιστώσεων προκύπτει ότι γλυκόζη εισαγωγής θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης για τη διαστρωμάτωση κινδύνου τέτοιων ασθενών. Πλέον αναμένεται να αξιολογηθούν παρεμβάσεις για τον καθορισμό του βέλτιστου γλυκαιμικού ελέγχου, αποφεύγοντας τόσο την υπογλυκαιμία όσο και την υπεργλυκαιμία σε άτομα με COVID-19.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ