Η χορήγηση ασπιρίνης ή απιξαμπάνης σε συμπτωματικούς μη νοσηλευόμενους ασθενείς με κλινικά σταθερή νόσο Covid-19 δεν μείωσε τον κίνδυνο θνητότητας από οποιοδήποτε αίτιο και συμπτωματικό θρομβοεμβολικό επεισόδιο, σύμφωνα με τη μελέτη ACTIV-4B.
Στόχος της χορήγησης ήταν να μειωθούν επιπλοκές από το καρδιαγγειακό σύστημα ή τους πνεύμονες. Γενικότερα, Οι νοσηλευόμενοι ασθενείς με νόσο COVID-19 λαμβάνουν αντιθρομβωτική θεραπεία για την πρόληψη θρομβοεμβολικών επεισοδίων και μείωση της θνητότητας. Ωστόσο, τα οφέλη και η κίνδυνοι αυτής της θεραπευτικής στρατηγικής δεν έχουν τεκμηριωθεί για τους μη νοσηλευόμενους ασθενείς με νόσο COVID-19.
Επιδίωξη της μελέτης ACTIV-4Β ήταν η διερεύνηση του κατά πόσο η θεραπεία με αντιαιμοπεταλικά ή αντιπηκτικά φάρμακα μπορεί να ελαττώσει μείζονες επιπλοκές από το καρδιαγγειακό σύστημα και τους πνεύμονες σε συμπτωματικούς στην συγλεκριμένη περίπτωση ασθενών. Οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής Ελένη Κορομπόκη και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) αναφέρουν ότι πρόκειται για μια διπλή τυφλή τυχαιοποιημένη μελέτη που σχεδιάστηκε με σκοπό να συγκρίνει αντιαιμοπεταλιακά και αντιπηκτικά φάρμακα με την εικονική θεραπεία σε 7,000 συμπτωματικούς ασθενείς με νόσο COVID-19, για τους οποίους δεν απαιτήθηκε νοσηλεία και των οποίων η κλινική κατάσταση κρίθηκε σταθερή. Η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο έγκριτο περιοδικό JAMA, πραγματοποιήθηκε σε 52 κέντρα στις ΗΠΑ μεταξύ του Σεπτεμβρίου 2020 και Ιουνίου 2021.
Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε τέσσερις θεραπευτικές ομάδες (σε αναλογία 1:1:1:1):
Συνολικά οι ασθενείς έλαβαν τη χορηγούμενη θεραπεία για 45 ημέρες.
Πρωτογενές καταληκτικό σημείο της μελέτης ορίσθηκε το άθροισμα της θνητότητας από οποιοδήποτε αίτιο, του συμπτωματικού θρομβοεμβολικού επεισοδίου (φλεβικές και αρτηριακές θρομβώσεις), του εμφράγματος μυοκαρδίου, του εγκεφαλικού επεισοδίου ή της ανάγκης νοσηλείας για καρδιαγγειακό ή πνευμονολογικό αίτιο. Η αρχική ανάλυση για την αποτελεσματικότητα και τις αιμορραγικές επιπλοκές περιορίστηκε στους συμμετέχοντες οι οποίοι είχαν λάβει τουλάχιστο μία δόση από τα φάρμακα της μελέτης.
Ωστόσο, εντός του Ιουνίου η επιτροπή ελέγχου των δεδομένων και της ασφάλειας της μελέτης πρότεινε πρόωρο τερματισμό της λόγω του περιορισμένου αριθμού συμβαμάτων, ο οποίος ήταν χαμηλότερος από τον αναμενόμενο. Ήδη είχαν τυχαιοποιηθεί στη μελέτη 657 συμπτωματικοί, κλινικά σταθεροί, μη νοσηλευόμενοι ασθενείς με COVID-19 με μέση ηλικία τα 54 έτη, 59% εκ των οποίων ήταν γυναίκες. Το διάμεσο διάστημα από τη διάγνωση έως την τυχαιοποίηση και από την τυχαιοποίηση έως την έναρξη θεραπείας ήταν 7 ημέρες και 3 ημέρες αντίστοιχα. Από το σύνολο των 657 ασθενών 22 (3.3%) είχαν χρειαστεί νοσηλεία λόγω της COVID-19 πριν από την ένταξή τους στη μελέτη.
Μεταξύ των 558 ασθενών που τυχαιοποιήθηκαν στη μελέτη η συχνότητα εμφάνισης του πρωτογενούς καταληκτικού σημείου δε διέφερε σημαντικά μεταξύ των τεσσάρων ομάδων:
Η διαφορά στον κίνδυνο εμφάνισης αιμορραγικών επιπλοκών σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο ήταν 2%, 4.5% και 6.9% για την ασπιρίνη, την προφυλακτική δόση απιξαμπάνης και τη θεραπευτική δόση απιξαμπάνης, αντίστοιχα. Ωστόσο καμία από τις αιμορραγικές επιπλοκές δεν ήταν μείζονα.
Οι επιστήμονες κατέληξαν ότι δεν μειώθηκε ο κίνδυνος εμφάνισης του αθροιστικού καταληκτικού σημείου (θνητότητα από οποιοδήποτε αίτιο), συμπτωματικό θρομβοεμβολικό επεισόδιο (φλεβικές και αρτηριακές θρομβώσεις), έμφραγμα μυοκαρδίου, εγκεφαλικό επεισόδιο ή ανάγκη νοσηλείας για καρδιαγγειακό ή πνευμονολογικό αίτιο) σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο.
Σημειώνεται πως οι μέχρι στιγμής ολοκληρωμένες κλινικές μελέτες των αντιθρομβωτικών θεραπειών σε ασθενείς με νόσο COVID-19 έχουν δείξει ότι σε βαρέως πάσχοντες η χορήγηση θεραπευτικής δόσης ηπαρίνης δεν βελτίωσε την κλινική έκβαση, ενώ αύξησε τις αιμορραγικές επιπλοκές, σε σχέση με τη συνήθη προφυλακτική χορήγηση ηπαρίνης. Οι μελέτες σε ασθενείς με ενδιάμεσης βαρύτητας νόσο COVID-19 έχουν καταλήξει σε διαφορετικά αποτελέσματα: η θεραπευτική δόση ηπαρίνης ή χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνης αύξησε την πιθανότητα επιβίωσης μέχρι την έξοδο από το νοσοκομείο μειώνοντας την πιθανότητα υποστήριξης ζωτικών οργάνων, σε σύγκριση με τη συνήθη (προφυλακτική) χορήγηση θρομβοπροφύλαξης. Αντιθέτως, οι μελέτες ACTION, INPIRATION και RAPID δεν έδειξαν διαφορά ως προς την έκβαση μεταξύ προφυλακτικής και θεραπευτικής δόσης αντιπηκτικής αγωγής. Επιπλέον σε όλες τις μελέτες η θεραπευτική δόση αντιπηκτικών σχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο αιμορραγικών επιπλοκών σε σχέση με την προφυλακτική χορήγηση.
Δεν έδειξε όφελος από τη χορήγηση ασπιρίνης σε νοσηλευόμενους ασθενείς με νόσο COVID-19 ως προς την επιβίωση. Ωστόσο ο ρόλος των αντιαιμοπεταλιακών σε μη νοσηλευόμενους ασθενείς παραμένει αδιευκρίνιστος.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ