Προσοχή συνιστούν μελετητές στη συνταγογράφηση της ριτουξιμάμπης σε ασθενείς με φλεγμονώδεις και μυοσκελετικές παθήσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.
Η ίδια σύσταση αφορά και ασθενείς που έχουν και άλλες συννοσηρότητες που αυξάνουν τον κίνδυνο σοβαρής λοίμωξης COVID-19.
Πρόκειται για ένα μονοκλωνικό αντίσωμα έναντι του CD20, ενός αντιγόνου των Β-λεμφοκυττάρων. Το εν λόγω αντίσωμα χορηγείται συχνά σε ασθενείς που πάσχουν από φλεγμονώδη ρευματολογικά και μυοσκελετικά νοσήματα.
Σε πρόσφατο άρθρο τους στο περιοδικό The Lancet Rheumatology οι J. Avouac και συνεργάτες «COVID-19 outcomes in patients with inflammatory rheumatic and musculoskeletal diseases treated with rituximab: a cohort study» March 25, 2021 (DOI:https://doi.org/10.1016/S2665-9913(21)00059-X).
Οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ)( https://mdimop.gr/covid19/) συνοψίζουν τα κύρια ευρήματα.
Κατά μια προοπτική μελέτη αξιολογήθηκαν στοιχεία στο πλαίσιο της γαλλικής μελέτης RMD COVID-19. Ο πληθυσμός της μελέτης ήταν ασθενείς ηλικίας 18 ετών και άνω με φλεγμονώδεις ρευματολογικές και μυοσκελετικές παθήσεις καθώς και με υψηλή υποψία ή επιβεβαιωμένη λοίμωξη COVID-19.
Επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της μελέτης ήταν η σύγκριση της σοβαρότητας της νόσου COVID-19 μεταξύ των ασθενών που λάμβαναν ριτουξιμάμπη συγκριτικά με όσους δεν λάμβαναν ριτουξιμάμπη.
Ως σοβαρή νόσος ορίστηκε η COVID-19 με ανάγκη νοσηλείας σε μονάδα εντατικής θεραπείας ή/και η λοίμωξη που οδήγησε σε θάνατο.
Οι μελετητές συνέλλεξαν στοιχεία για 1090 ασθενείς με μέση ηλικία τα 55,2 έτη. Οι 734 (67%) ήταν γυναίκες και οι 356 (33%) ήταν άνδρες. Εξ αυτών, οι 137 (13%) ανέπτυξαν σοβαρή COVID-19 και οι 89 (8%) κατέληξαν.
Στη συνέχεια, σε αναλύσεις αξιολογήθηκαν και παράγοντες που θα μπορούσαν δυνητικά να επηρεάσουν τα αποτελέσματα. Οι 63 ασθενείς με COVID-19 που λάμβαναν θεραπεία με ριτουξιμάμπη εμφάνισαν συχνότερα σοβαρή νόσο και μεγαλύτερη διάρκεια νοσηλείας συγκριτικά με τους 1027 ασθενείς που δεν ελάμβαναν ριτουξιμάμπη. Οι 13 από τους 63 ασθενείς (21%) που λάμβαναν ριτουξιμάμπη απεβίωσαν, συγκριτικά με τους 76 εκ των 1027 (7%) που δεν λάμβαναν ριτουξιμάμπη.
Σημειώνται ότι παρά τη διαφορά στα ποσοστά, όταν οι ερευνητές έλαβαν υπόψη και τους συγχυτικούς παράγοντες, ο προσαρμοσμένος κίνδυνος θανάτου δεν αυξήθηκε στατιστικά σημαντικά στην ομάδα των ασθενών που λάμβαναν ριτουξιμάμπη σε σύγκριση με τους υπόλοιπους.