Τα «ίχνη» της αφήνει η COVID-19 στο καρδιαγγειακό σύστημα σε ασθενείς με λοίμωξη τέσσερεις μήνες μετά την αποδρομή της νόσου. Οι επιστήμονες συνιστούν παρακολουθηση των ασθενών για πιθανή ανάπτυξη καρδιαγγειακών συμβαμάτων αλλά και έγκαιρη θεραπεία συνυπαρχόντων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου.
Τα στοιχεία προκύπτουν από μελέτη που είναι προς δημοσίευση στο περιοδικό European Journal of Heart Failure, το επίσημο περιοδικό της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιακής Ανεπάρκειας (HFA) μέλος της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας (ESC). Η μελέτη ολοκληρώθηκε με την συνεργασία της Β΄ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής κλινικής, ΕΚΠΑ (Καθηγητές Ιγνάτιος Οικονομίδης και Γεράσιμος Φιλιππάτος), της Β΄ Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής ΕΚΠΑ (Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Βαϊα Λαμπαδιάρη και Καθηγητής Αριστοτέλης Μπάμιας), Δ’ Παθολογικής Κλινικής ,ΕΚΠΑ (Καθηγήτρια Αναστασία Αντωνιάδου) στο Νοσοκομείο Αττικόν, της Φαρμακευτικής, ΕΚΠΑ (Καθηγήτρια Ιωάννα Ανδρεάδου) και της Θεραπευτικής Κλινικής, ΕΚΠΑ στο Νοσοκομείο Αλεξάνδρα (Καθηγητές Ασημίνα Μητράκου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ). Διαβάστε εδώ
Ο πληθυσμός της μελέτης ήταν 70 ασθενείς που νοσηλεύθηκαν με νόσο COVID 19 και έλαβαν εξιτήριο. Στη συνέχεια εξετάσθηκαν στα εξωτερικά ιατρεία 4 μήνες μετά την νοσηλεία τους. Οι ερευνητές συνέκριναν τα στοιχεία τους με 70 ασθενείς με γνωστή υπέρταση και 70 φυσιολογικά άτομα με παρόμοια ηλικία, φύλο και καρδιαγγειακούς παράγοντες κίνδυνου.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν τα δεδομένα μέσω της μέτρησης δεικτών αγγειακής λειτουργίας, όπως είναι ο ενδοθηλιακός γλυκοκάλυκας που εξασφαλίζει την στεγανότητα των μικρών αγγείων σε φλεγμονώδεις καταστάσεις. Τέτοια είναι και η λοίμωξη με COVID που παρεμποδίζει την εξίδρωση υγρών στους πνεύμονες και άλλα ζωτικά όργανα.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν στοιχεία για:
Στην εξέταση τέσσερεις μήνες μετά τη αποδρομή της νόσου COVID 19 , οι ασθενείς πάρα την επιτυχή αποθεραπεία τους, είχαν 10-πλασιο οξειδωτικό φορτίο συγκριτικά με την ομάδα των υπερτασικών και των φυσιολογικών ατόμων. Επίσης διαπιστώθηκε ότι οι αναρρώσαντες από COVID-19 είχαν παρόμοια ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, βλάβη στον ενδοθηλιακό γλυκοκάλυκα, στη στεφανιαία ροή και στην καρδιακή λειτουργία με εκείνη που παρατηρείται σε υπερτασικούς ασθενείς.
Μετά την αποδρομή της νόσου οι αναρρώσαντες εμφάνισαν:
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι πάρα την επιτυχή αποδρομή της, σχετίζεται με τη παρουσία ιδιαίτερα αυξημένου οξειδωτικού φορτίου και ενδοθηλιακής αγγειακής βλάβης. Σε τέτοιε περιπτώσεις μπορεί να προκληθεί μειωμένη καρδιακή απόδοση και παραμονή καρδιαγγειακών συμπτωμάτων όπως είναι η κόπωση και η δύσπνοια, 4 μήνες μετά την αποδρομή της λοίμωξης. Οι επιστήμονες πλέον ερευνούν μεταβολές στους βιοχημικούς και καρδιαγγειακούς δείκτες εάν είναι αναστρέψιμες η όχι μετά την παρέλευση μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος από την αποδρομή της νόσου η μετά από χορήγηση αγωγής που μειώνει το οξειδωτικό φορτίο και βελτιώνει την ακεραιότητα του ενδοθηλιακού γλυκοκάλυκα.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ