Μία διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου και χρόνιων ασθενειών.
Αυτό έδειξε νέα μετα-ανάλυση όλων των μελετών, που έχουν γίνει μέχρι σήμερα για το θέμα, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet. Οι φυτικές ίνες περιλαμβάνουν φυτικούς υδατάνθρακες, όπως δημητριακά ολικής αλέσεως, σπόρους και ορισμένα όσπρια.
H μετα-ανάλυση έδειξε ότι οι άνθρωποι που καταναλώνουν δίαιτες με υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες έχουν χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου και χρόνιων παθήσεων όπως εγκεφαλικό επεισόδιο ή καρκίνο σε σύγκριση με άτομα με χαμηλή πρόσληψη φυτικών ινών.
Οι ερευνητές ανέλυσαν πάνω από 180 μελέτες παρατήρησης και 50 κλινικές δοκιμές από τις τελευταίες 4 δεκαετίες. «Τα οφέλη για την υγεία των φυτικών ινών φαίνεται να είναι ακόμη μεγαλύτερα από ό, τι πιστεύαμε προηγουμένως», , δήλωσε Jim Mann, καθηγητής ανθρώπινης διατροφής και ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Otago και μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Η υψηλότερη πρόσληψη ινών οδήγησε σε μειωμένη εμφάνιση ενός εκπληκτικά ευρέως φάσματος σχετικών ασθενειών: καρδιακές παθήσεις, διαβήτη τύπου 2, καρκίνου του παχέος εντέρου, μειωμένο σωματικό βάρος και ολική χοληστερόλη, και μειωμένη θνησιμότητα.
Η ανάλυση έδειξε ότι ο κίνδυνος θανάτου και χρόνιων ασθενειών μειώθηκε κατά 15% έως 30% σε άτομα που συμπεριέλαβαν περισσότερες ίνες στη διατροφή τους, σε σύγκριση με εκείνους με τη χαμηλότερη πρόσληψη.
Ακόμη, μια πλούσια σε φυτικές ίνες διατροφή συνδέθηκε κατά μέσο όρο με 22% μειωμένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου, με 16% χαμηλότερο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2 και καρκίνου του παχέος εντέρου και 30% με μειωμένο κίνδυνο θανάτου από στεφανιαία νόσο.
Οι περισσότεροι άνθρωποι καταναλώνουν σε παγκόσμιο επίπεδο περίπου 20 γραμμάρια φυτικών ινών την ημέρα. Με βάση την έρευνα, ο Mann συνιστά 25 έως 29 γραμμάρια κάθε ημέρα και οι υψηλότερες ποσότητες είναι ακόμα πιο ευεργετικές, σύμφωνα με την ανάλυση.
Από την άλλη, η ανάλυση δεν διαπίστωσε κινδύνους από την υψηλή πρόσληψη φυτικών ινών. Αλλά οι ερευνητές σημειώνουν ότι για τα άτομα με ανεπάρκεια σιδήρου, υψηλά επίπεδα δημητριακών ολικής αλέσεως μπορούν να μειώσουν περαιτέρω τα επίπεδα σιδήρου.
Ένας περιορισμός της ανάλυσης είναι ότι οι μελέτες αφορούσαν μόνο υγιή άτομα, επομένως τα ευρήματα δεν ισχύουν για άτομα με προϋπάρχουσες χρόνιες παθήσεις. Επίσης, οι περισσότερες μελέτες διεξήχθησαν στις δυτικές κοινωνίες και συνεπώς δεν είναι ότι τα αποτελέσματα ισχύουν και σε λιγότερο προνομιούχες κοινωνίες.
Δευθυντής Σύνταξης, virus.com.gr & Pharma Health Business magazine
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ