Ο διαβήτης είναι μια σοβαρή, χρόνια νόσος, που εμφανίζεται είτε όταν το πάγκρεας δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη (ορμόνη που ρυθμίζει το σάκχαρο στο αίμα ή γλυκόζη) είτε όταν το σώμα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά την ινσουλίνη που παράγει.
Ο διαβήτης αποτελεί σήμερα ένα σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας, με τον επιπολασμό στους ενήλικες να έχει σχεδόν διπλασιαστεί από το 1980 (από 4,7% σε 8,5%) και με τον αριθμό των πασχόντων να φτάνει τα 422 εκατομμύρια το 2014. «Τόσο ο αριθμός των περιπτώσεων όσο και ο επιπολασμός του σακχαρώδη διαβήτη αυξάνονται σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες» επισημαίνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), επισημαίνοντας ότι υπάρχει άμεση συσχέτιση με την αύξηση των παραγόντων κινδύνου με τους οποίους σχετίζεται η νόσος, όπως το παραπανίσιο βάρος ή η παχυσαρκία. Έτσι, ο διαβήτης θεωρείται πλέον μία από τις κυρίαρχες τέσσερις Μη Μεταδοτικές Ασθένειες (ΜΜΑ) που έχει μπει στο «στόχαστρο» όλων των κρατών.
Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι ο επιπολασμός της νόσου έχει αυξηθεί ταχύτερα στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος από ό,τι στις χώρες υψηλού εισοδήματος.
ΔΙΕΘΝΕΣ «ΦΟΡΤΙΟ»
Ο διαβήτης αυτός καθαυτόν προκάλεσε 1,5 εκατομμύριο θανάτους το 2012. Επιπλέον, 2 εκατομμύρια θανάτους εκτιμάται ότι προκάλεσαν τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, καθώς αύξησαν τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών και άλλων παθήσεων. Μάλιστα, σχεδόν οι μισοί θάνατοι (43%) που αναφέρονται συνέβησαν πριν από την ηλικία των 70 ετών. Και σε αυτήν την περίπτωση, η θνησιμότητα ήταν υψηλότερη στις χώρες χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος.
Εκτίμηση για τον επιπολασμό της νόσου σε παγκόσμια κλίμακα δεν υπάρχει, καθώς για τη διάκριση μεταξύ του διαβήτη τύπου 1 (για τον οποίο απαιτούνται ενέσεις ινσουλίνης για επιβίωσης) και του τύπου 2 (όπου το σώμα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει σωστά την ινσουλίνη που παράγει) απαιτούνται εξελιγμένες εργαστηριακές εξετάσεις. Είναι γνωστό όμως ότι η πλειονότητα των πασχόντων επηρεάζονται από τον διαβήτη τύπου 2.
Ο τύπος αυτός εμφανιζόταν παλιότερα σχεδόν εξολοκλήρου σε ενήλικες. «Πλέον εμφανίζεται και σε παιδιά» σημειώνει ο ΠΟΥ.
ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ
Ο διαβήτης όλων των τύπων μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές και βλάβες σε πολλά μέρη του σώματος, αυξάνοντας έτσι συνολικά τον κίνδυνο του πρόωρου θανάτου. Πιθανές επιπλοκές περιλαμβάνουν καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο, νεφρική ανεπάρκεια, ακρωτηριασμό κάτω άκρου, απώλεια όρασης και νευρική βλάβη. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτεί ο διαβήτης στην εγκυμοσύνη, καθώς ο ανεπαρκής έλεγχός του αυξάνει τον κίνδυνο τόσο για τον θάνατο του εμβρύου όσο και για την εμφάνιση διαφόρων επιπλοκών.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ
Ο διαβήτης και οι επιπλοκές του προκαλούν μεγάλη οικονομική «αιμορραγία» στους πάσχοντες και τις οικογένειές τους, ενώ επιβαρύνουν σημαντικά τα συστήματα υγείας των εθνικών οικονομιών μέσω άμεσων ιατρικών δαπανών, απώλειας εργασίας και μισθών.
Τα περισσότερα κόστη αφορούν σε νοσηλείες και εξωνοσοκομειακή περίθαλψη. Ταυτόχρονα, «μια σημαντική διαρροή», υπογραμμίζει ο ΠΟΥ, «προκύπτει από τη συνταγογράφηση σκευασμάτων αναλογικής ινσουλίνης 1, παρά τις ελάχιστες ενδείξεις που έχουν για την παροχή σημαντικών πλεονεκτημάτων έναντι της φθηνότερης ανθρώπινης ινσουλίνης».
ΠΡΟΛΗΨΗ ΔΙΑΒΗΤΗ
Ο διαβήτης τύπου 1 δεν μπορεί να προληφθεί με τις τρέχουσες γνώσεις. Αντίθετα, υπάρχουν αποτελεσματικές προσεγγίσεις για την πρόληψη του διαβήτη τύπου 2, καθώς επίσης και για την πρόληψη των επιπλοκών και του πρόωρου θανάτου που μπορεί να προκαλέσουν όλοι οι τύποι διαβήτη. Αυτές περιλαμβάνουν πολιτικές και παρεμβάσεις τόσο στον γενικό πληθυσμό όσο και στοχευμένα (στο σχολείο, στο σπίτι, στον χώρο εργασίας), οι οποίες συμβάλλουν στην καλή υγεία, ανεξάρτητα από το αν έχει κάποιος διαβήτη ή όχι. Τέτοιες είναι η τακτική άσκηση, η υγιεινή διατροφή, η αποφυγή του καπνίσματος, ο έλεγχος της αρτηριακής πίεσης και του επιπέδου των λιπιδίων.
«Για την πρόληψη του διαβήτη τύπου 2, όπως και πολλών ακόμη καταστάσεων υγείας, είναι απαραίτητη η υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης στάσης ζωής από νεαρή ηλικία» επισημαίνει ο ΠΟΥ. Όπως εξηγεί, για την άμβλυνση του κινδύνου εμφάνισης παχυσαρκίας και του διαβήτη τύπου 2, υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο στην ηλικία κατά την οποία διαμορφώνονται οι διατροφικές συνήθειες και οι συνήθειες φυσικής δραστηριότητας, οι οποίες με τη σειρά τους επιδρούν μακροπρόθεσμα στη ρύθμιση της ενεργειακής ισορροπίας στον ανθρώπινο οργανισμό.
«Καμία μεμονωμένη πολιτική ή άλλη παρέμβαση δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι θα συμβεί αυτό» προσθέτει ο ΠΟΥ, τονίζοντας ότι απαιτείται μια ολιστική προσέγγιση για την πρόληψη του διαβήτη, στην οποία θα συμμετέχει το σύνολο της κυβέρνησης και της κοινωνίας. Σε αυτήν, όλοι οι τομείς θα λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις που έχουν οι εφαρμοζόμενες πολιτικές (στο εμπόριο, στη γεωργία, στην οικονομία, τις μεταφορές, την εκπαίδευση και τον οικιστικό σχεδιασμό) στην υγεία, αναγνωρίζοντας ότι αναλόγως των επιλογών τους αυτή βελτιώνεται ή παρεμποδίζεται.
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΔΙΑΒΗΤΗ
Για μια καλή ποιότητα ζωής, θεμελιώδης είναι η έγκαιρη διάγνωση της νόσου. Όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ζει ένα άτομο με τη νόσο χωρίς να το γνωρίζει και να λαμβάνει θεραπεία τόσο πιθανότερο είναι να έχει κακή υγεία. Κατά συνέπεια, «πρέπει να διασφαλιστεί η εύκολη πρόσβαση σε βασικές διαγνωστικές εξετάσεις, όπως ο έλεγχος της γλυκόζης του αίματος, μέσω κάποιας δομής πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Απαραίτητα, επίσης, είναι τα συστήματα παραπομπής μεταξύ των δομών υγείας, καθώς οι ασθενείς χρειάζονται περιοδικά εξειδικευμένη αξιολόγηση ή θεραπεία επιπλοκών» αναφέρει ο ΠΟΥ.
Παράλληλα, για τους πάσχοντες –ανεξάρτητα από τον τύπο του διαβήτη– υπάρχουν μια σειρά από cost-effective παρεμβάσεις που μπορούν να βελτιώσουν την υγεία τους. Αυτές περιλαμβάνουν:
«Η διαχείριση του διαβήτη μπορεί να ενισχυθεί μέσω της χρήσης κατευθυντήριων οδηγιών και πρωτοκόλλων» συμπληρώνει ο ΠΟΥ, επισημαίνοντας ότι για καλύτερα αποτελέσματα τόσο σε ό,τι έχει να κάνει με τη διάγνωση όσο και σε ό,τι έχει να κάνει με τη θεραπεία της νόσου απαιτείται ολιστική διαχείριση των ΜΜΑ. Μια μίνιμουμ προσέγγιση αυτού του επιπέδου προϋποθέτει τον συνδυασμό διαχείρισης του διαβήτη και των καρδιαγγειακών παθήσεων. Το ίδιο θα πρέπει να γίνεται σε περιπτώσεις υψηλού επιπολασμού του διαβήτη και της φυματίωσης ή/και του HIV/AIDS.
ΕΘΝΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΟΥ ΔΙΑΒΗΤΗ
Η εθνική ικανότητα για την πρόληψη και τον έλεγχο του διαβήτη διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα και από περιφέρεια σε περιφέρεια, ανάλογα με το διαθέσιμο εισόδημα, όπως υποδεικνύει σχετική έρευνα του 2015.
Ειδικότερα, οι περισσότερες χώρες αναφέρουν ότι διαθέτουν εθνική πολιτική για τον διαβήτη καθώς και για τη μείωση των βασικών παραγόντων κινδύνου, όπως επίσης και κατευθυντήριες οδηγίες ή πρωτόκολλα για τη βελτίωση της διαχείρισης του διαβήτη. Σε ορισμένες περιοχές και στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, ωστόσο, οι πολιτικές αυτές και οι κατευθυντήριες γραμμές στερούνται χρηματοδότησης και εφαρμογής. Ακόμη, πολλές χώρες έχουν πραγματοποιήσει εθνικές έρευνες για τον επιπολασμό της σωματικής αδράνειας, το υπερβολικό βάρος και την παχυσαρκία κατά τα τελευταία πέντε χρόνια, αλλά λιγότερες από τις μισές έχουν συμπεριλάβει στις έρευνες αυτές τη μέτρηση της γλυκόζης στο αίμα.
Όπως μπορεί να δει κανείς στον πίνακα 1, βασικοί παράγοντες κινδύνου, όπως το υπερβολικό βάρος ή η παχυσαρκία, αποτελούν «πληγή» για τη χώρα μας, στην οποία το 9,1% του ενήλικου πληθυσμού έχει διαγνωσμένο διαβήτη. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα εξακολουθεί να μη διαθέτει Μητρών Ασθενών, αλλά ούτε και κάποια πρόσφατη επιδημιολογική μελέτη, αναφορικά με τους παράγοντες κινδύνου, που να λαμβάνει υπόψη το αυξημένο επίπεδο γλυκόζης στο αίμα (πίνακας 2). Στα θετικά ο ΠΟΥ επισημαίνει την ύπαρξη πολιτικών και Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τον διαβήτη, καθώς και για τη μείωση της παχυσαρκίας, ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην πολιτική και το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τη μείωση της σωματικής αδράνειας.
Αν και θα είχε ιδιαίτερη αξία, δυστυχώς, ο ΠΟΥ δεν έχει διαθέσιμα στοιχεία για τη χώρα μας αναφορικά με την ύπαρξη κατευθυντήριων οδηγιών και πρωτοκόλλων που να βασίζονται σε κάποια επιδημιολογική μελέτη. «Κενό» γνώσης διαπιστώνεται και σε ό,τι αφορά την ύπαρξη ή όχι κριτηρίων παραπομπής των ασθενών από τις δομές ΠΦΥ στις τριτοβάθμιες δομές περίθαλψης (πίνακας 2).
Ο Οργανισμός κάνει μία ακόμη σημαντική διαπίστωση, η οποία σχετίζεται με τον βαθμό πρόσβασης των επαγγελματιών υγείας σε βασικές ιατρικές τεχνολογίες, οι οποίες τους είναι απαραίτητες προκειμένου να μπορέσουν να βοηθήσουν τα άτομα με διαβήτη να διαχειριστούν σωστά την ασθένειά τους. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά «μόνο 1 στις 3 χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος διαθέτει σε επίπεδο πρωτοβάθμιας περίθαλψης τις βασικές ιατρικές τεχνολογίες για τη διάγνωση και την αντιμετώπιση του διαβήτη».
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, βλέπουμε ότι υπάρχει «κενό» και σε αυτόν τον τομέα, καθώς η βυθοσκόπηση –μια πολύ σημαντική οφθαλμολογική εξέταση– σε γενικές γραμμές δεν είναι διαθέσιμη στις δομές της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Το ίδιο ισχύει και για μια άλλη, πολύ σημαντική, εξέταση: το triplex αγγείων κάτω άκρων (Doppler). Αντίθετα, το επίπεδο πρόσβασης στη βασική φαρμακευτική αγωγή στην ΠΦΥ είναι ικανοποιητικό, το ίδιο και η πρόσβαση σε θεμελιώδεις ιατρικές πράξεις (πίνακες 3 και 4).
ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΙΝΣΟΥΛΙΝΗ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ
Η έλλειψη πρόσβασης στη φθηνή ινσουλίνη παραμένει βασικό εμπόδιο για τη επιτυχή θεραπεία, την αποφυγή των περιττών επιπλοκών και των πρόωρων θανάτων. Η ινσουλίνη και οι από του στόματος υπογλυκαιμικοί παράγοντες είναι γενικά διαθέσιμοι μόνο σε μια μικρή μερίδα χωρών χαμηλού εισοδήματος. Επιπλέον, φάρμακα ζωτικής σημασίας για τον έλεγχο του διαβήτη, όπως παράγοντες μείωσης της αρτηριακής πίεσης και των επιπέδων των λιπιδίων, συχνά δεν είναι διαθέσιμα σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Κατά συνέπεια, απαιτούνται πολιτικές και προγραμματισμένες παρεμβάσεις για τη βελτίωση της ισότιμης πρόσβασης.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
Η πρώτη αυτή Παγκόσμια Έκθεση του ΠΟΥ σχετικά με τον διαβήτη υπογραμμίζει την τεράστια κλίμακα του προβλήματος, καθώς επίσης και τη δυνατότητα να αντιστραφούν οι τρέχουσες τάσεις. Όπως επισημαίνει σχετικά ο Οργανισμός: «Η πολιτική βάση για μια συντονισμένη δράση για την αντιμετώπιση του διαβήτη υπάρχει: στους Στόχους για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, στη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τις μη μεταδοτικές ασθένειες και στο Παγκόσμιο Σχέδιο Δράσης του ΠΟΥ για τις μη μεταδοτικές ασθένειες».
Στη βάση αυτή, καλεί τις χώρες να αναλάβουν μια σειρά από δράσεις ώστε να μειωθούν οι επιπτώσεις του διαβήτη:
«Ο συνδυασμός δημοσιονομικών πολιτικών, νομοθεσίας, αλλαγών στο περιβάλλον και ενίσχυσης της ευαισθητοποίησης για τη συνειδητοποίηση των κινδύνων στην υγεία, έχει καλύτερα αποτελέσματα στην προώθηση υγιεινών προτύπων διατροφής και σωματικής δραστηριότητας στην απαιτούμενη κλίμακα» τονίζει ο ΠΟΥ.
«Δεν υπάρχουν απλές λύσεις για την αντιμετώπιση του διαβήτη, αλλά η συντονισμένη, πολυσύνθετη παρέμβαση μπορεί να “κάνει τη διαφορά” σε μεγάλο βαθμό. Ο καθένας μπορεί να παίξει έναν ρόλο στη μείωση των επιπτώσεων όλων των μορφών διαβήτη. Οι κυβερνήσεις, οι πάροχοι υγείας, οι ίδιοι οι πάσχοντες, η κοινωνία των πολιτών, καθώς επίσης οι παραγωγοί και οι κατασκευαστές τροφίμων, οι προμηθευτές φαρμάκων και ιατρικής τεχνολογίας, είναι όλοι εμπλεκόμενοι. Συλλογικά, λοιπόν, μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά βάζοντας “φρένο” στην αύξηση του διαβήτη και βελτιώνοντας τη ζωή των ατόμων που ζουν με την ασθένεια» καταλήγει ο ΠΟΥ.
Πηγή: PhB
Διαπιστευμένη δημοσιογράφος στο Υπουργείο Υγείας. Διπλωματούχος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών. Τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ και του ΟΕΕ.
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ