Η βρετανική φαρμακοβιομηχανία GlaxoSmithKline ανακοίνωσε ότι ξεκινά δοκιμές τελικής φάσης για το φάρμακό της Benlysta (belimumab) για τον ερυθηματώδη λύκο, σε συνδυασμό με rituximab σε ενήλικες ασθενείς.
Οι επιστήμονές της εταιρείας θέλουν να διαπιστώσουν αν το rituximab θα μπορούσε να ενισχύσει το θεραπευτικό αποτέλεσμα του Benlysta και αν ο συνδυασμός παρέχει σταθερό έλεγχο της νόσου και ενδεχομένως κλινική ύφεση. Συνολικά, ο στόχος είναι να συμμετέχουν 200 ασθενείς στις δοκιμές.
Το Benlysta εγκρίθηκε στην Ε.Ε. το 2011. Είναι ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται ως πρόσθετη θεραπεία σε ενήλικες με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο (ΣΕΛ), μία νόσο στην οποία το ανοσοποιητικό σύστημα (η φυσική άμυνα του οργανισμού) επιτίθεται στα φυσιολογικά κύτταρα και τους ιστούς, προκαλώντας φλεγμονή και οργανική βλάβη.
Το Benlysta χορηγείται σε ασθενείς, των οποίων η νόσος εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά ενεργή, παρά τη χορήγηση της καθιερωμένης θεραπείας. Τον περασμένο Ιούνιο η GSK δημοσίευσε 10ετή στοιχεία που δείχνουν παρατεταμένο έλεγχο της ασθένειας σε ασθενείς, που έλαβαν το φάρμακο.
Η μελέτη έδειξε ότι το ποσοστό των ασθενών με ενεργό ΣΕΛ που ανταποκρίθηκαν στη θεραπεία με το φάρμακο αυξήθηκε με την πάροδο του χρόνου, με συνολική ανταπόκριση 65,1% στο δέκατο έτος, ενώ οι ασθενείς ήταν επίσης σε θέση να μειώσουν τη δόση των κορτικοστεροειδών τους κατά το χρονικό διάστημα.
Η νόσος θεωρείται ότι σχετίζεται με έναν τύπο λευκών αιμοσφαιρίων, που ονομάζονται Β λεμφοκύτταρα. Συνήθως, τα Β λεμφοκύτταρα παράγουν αντισώματα που συμβάλλουν στην καταπολέμηση των λοιμώξεων. Στον ΣΕΛ, αντιθέτως, ορισμένα από αυτά τα αντισώματα επιτίθενται στα ίδια τα κύτταρα και τα όργανα του οργανισμού (αυτοαντισώματα).
Η δραστική ουσία του Benlysta, η belimumab, είναι μονοκλωνικό αντίσωμα, δηλαδή μια πρωτεΐνη που έχει σχεδιαστεί ώστε να προσκολλάται και να αναστέλλει τη δράση μιας πρωτεΐνης που ονομάζεται BLyS, η οποία συμβάλλει στην παράταση της ζωής των Β λεμφοκυττάρων. Αναστέλλοντας τη δράση της BLyS, ηbelimumab μειώνει τη διάρκεια ζωής των B λεμφοκυττάρων και, κατ’ επέκταση, τη φλεγμονή και την οργανική βλάβη που επιφέρει ο ΣΕΛ.
Η νόσος προσβάλλει όλες τις ηλικίες, αλλά είναι συχνότερη στις γυναίκες ηλικίας 20-40 ετών. Η αναλογία γυναικών προς άνδρες είναι περίπου 9:1, ενώ η αναλογία αυτή στα παιδιά και στους ηλικιωμένους είναι 3:1. Με βάση τα ευρήματα της πρώτης πρώτης πανελλήνιας επιδημιολογικής έρευνας για τις ρευματικές παθήσεις , που πραγματοποιήθηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Ρευματολογίας στο γενικό πληθυσμό της χώρας μας, η συχνότητα της νόσου ανέρχεται στο 0,5‰ των ενηλίκων.
Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος μπορεί να προσβάλλει οποιοδήποτε όργανο ή σύστημα του ανθρώπου και γι’ αυτό χαρακτηρίζεται από ένα ευρύτατο φάσμα συμπτωμάτων και κλινικών σημείων. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν προσβάλλονται όλα τα όργανα σε όλους τους ασθενείς, γι’ αυτό και η πάθηση ποικίλλει από ασθενή σε ασθενή σε ό,τι αφορά την κλινική της έκφραση, τη βαρύτητα και την έκτασή της.
Συνεπακόλουθα, η θεραπεία είναι πλήρως εξατομικευμένη. Άλλη θεραπεία θα λάβει μια ασθενής π.χ. που έχει αρθρίτιδα, δερματικές βλάβες και πλευρίτιδα και άλλο μια ασθενής, που έχει αρθρίτιδα, δερματικές βλάβες και προσβολή των νεφρών ή του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Δευθυντής Σύνταξης, virus.com.gr & Pharma Health Business magazine
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ