Οι ελλείψεις φαρμάκων δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα. Παρατηρούνται σε όλη την Ευρώπη, ταλαιπωρώντας ασθενείς, φαρμακοποιούς και γιατρούς. Μάλιστα, πρόσφατη μεγάλη έρευνα της Pharmaceutical Group of the European Union (PGEU) σε 24 χώρες – ανάμεσά τους και η Ελλάδα – έδειξε ότι στην Ευρώπη υπάρχει έλλειψη 200 φαρμάκων!
Για παράδειγμα, το 2019, είχαμε μία άνευ προηγουμένου έλλειψη νευρολογικών φαρμάκων στην Πολωνία και στη Βουλγαρία, παρατηρήθηκε έλλειψη φθηνών γενόσημων φαρμάκων, που χρησιμοποιούνται στη χημειοθεραπεία καρκινοπαθών. Το ίδιο συνέβη στην Ελλάδα.
Το πρόβλημα παρατηρείται και σε οικονομικά αναπτυγμένες χώρες. Στη Βρετανία, χιλιάδες γυναίκες δεν είχαν πρόσβαση σε ορμονική υποκατάσταση και αντισυλληπτικά. Στη Φιλανδία είχαμε έλλειψη όχι μόνο σε φάρμακα για τον καρκίνο, αλλά και αντισυλληπτικά, πένες αδρεναλίνης και φάρμακα για την υπέρταση.
Τα κυριότερα συμπεράσματα της μελέτης που αφορά το 2019 ήταν τα ακόλουθα:
- Όλες οι χώρες που πήραν μέρος στην έρευνα αντιμετώπισαν έλλειψη φαρμάκων στα κοινοτικά φαρμακεία τους τελευταίους 12 μήνες και η συντριπτική πλειοψηφία (87%) των ερωτηθέντων ανέφερε ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε σε σχέση με το 2018.
- Όλες οι κατηγορίες φαρμάκων επηρεάζονται από ελλείψεις φαρμάκων στα φαρμακεία της κοινότητας. Στην πλειοψηφία των χωρών που απάντησαν (67%), κατά τη στιγμή της ολοκλήρωσης της έρευνας, υπήρχαν ελλείψεις σε περισσότερα από 200 φάρμακα!
- Όλες οι χώρες που απάντησαν έδειξαν ότι πιστεύουν ότι η έλλειψη φαρμάκων προκαλεί δυσφορία, ταλαιπωρία και κόστος στους ασθενείς. Ως κυριότερες συνέπειες από την έλλειψη φαρμάκων αναφέρονται η διακοπή των θεραπειών (75% των χωρών), η αυξημένη συμμετοχή στο κόστος ως αποτέλεσμα δαπανηρότερων εναλλακτικών θεραπειών (58%) και η λήψη μη βέλτιστης θεραπείας (42%).
- Οι ελλείψεις φαρμάκων πιστεύεται ότι επηρεάζουν τα κοινοτικά φαρμακεία στις περισσότερες χώρες, λόγω της μειωμένης εμπιστοσύνης των ασθενών (92% των χωρών), αλλά και της οικονομικής ζημίας των φαρμακείων λόγω του χρόνου που επενδύουν στην αντιμετώπιση των ελλείψεων (82%)
- Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, υπάρχουν έντονες διαφορές όσον αφορά τις νομικές λύσεις που μπορούν να προσφέρουν οι κοινοτικοί φαρμακοποιοί σε περίπτωση έλλειψης κάποιου φαρμάκου. Η υποκατάσταση με γενόσημο (79% των χωρών), η προμήθεια του ίδιου φαρμάκου από εναλλακτικές εγκεκριμένες πηγές (όπως άλλα φαρμακεία) (63%) και η εισαγωγή του φαρμάκου από μια χώρα στην οποία διατίθεται (46%) είναι οι λύσεις που μπορούν να παρασχεθούν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
- Ο χρόνος που το προσωπικό του φαρμακείου πρέπει να δαπανήσει για την αντιμετώπιση ελλείψεων έχει αυξηθεί από 5,6 ώρες την εβδομάδα (2018) σε 6,6 ώρες την εβδομάδα κατά μέσο όρο.
- Το 25% των χωρών που απάντησε έδειξε ότι δεν υπάρχει ακόμα σύστημα αναφοράς για τις ελλείψεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους φαρμακοποιούς της κοινότητας στη χώρα τους, παρά το γεγονός ότι οι φαρμακοποιοί συχνά αντιμετωπίζουν πρώτοι ή προβλέπουν δυσκολίες εφοδιασμού, προτού η βιομηχανία ή οι χονδρέμποροι πληροφορηθούν ότι υπάρχει ή θα υπάρξει πρόβλημα έλλειψης.
- Οι κοινοτικοί φαρμακοποιοί λαμβάνουν τις απαραίτητες πληροφορίες για τις ελλείψεις στις περισσότερες χώρες από τους χονδρεμπόρους (71%), τις φαρμακοβιομηχανίες (67%) και τους φαρμακοποιούς (42%).
Η Pharmaceutical Group of the European Union (PGEU) εκπροσωπεί περισσότερους από 400.000 κοινοτικούς φαρμακοποιούς. Τα μέλη της PGEU είναι οι εθνικές ενώσεις και οι επαγγελματικοί φορείς φαρμακοποιών σε 32 ευρωπαϊκές χώρες.
Ο Πρόεδρος της PGEU, Duarte Santos, σχολίασε ότι «τα αποτελέσματα του 2019 υπογραμμίζουν την υψηλή συχνότητα εμφάνισης, τη συνεχιζόμενη αύξηση του αριθμού των ελλείψεων φαρμάκων στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και την καθημερινή επίπτωσή τους στους ασθενείς σε ολόκληρη την Ευρώπη. Επίσης, αναδεικνύουν το υφιστάμενο χάσμα στις απαραίτητες πληροφορίες, εργαλεία και νομικές επιλογές που διατίθενται στους κοινοτικούς φαρμακοποιούς σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες για την παροχή λύσεων στους ασθενείς σε περίπτωση έλλειψης του φαρμάκου που έχουν ανάγκη. Συνιστούμε θερμά στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και στους ενδιαφερόμενους φορείς να λάβουν γνώση αυτών των αποτελεσμάτων και να ενεργήσουν αναλόγως, διότι η κατάσταση για τους ασθενείς και τους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης σε όλη την Ευρώπη δεν είναι πλέον ανεκτή και αποδεκτή».