Με αφορμή την πανευρωπαϊκή εβδομάδα για την Καρδιακή Ανεπάρκεια, 2-8 Μαΐου 2022, η Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία πληροφορεί το κοινό για τον εντοπισμό συμπτωμάτων, την έγκαιρη διάγνωση τκαι αντιμετώπιση της νόσου.
Η συχνότητα της είναι περίπου 1% στα άτομα κάτω των 65 ετών, και αυξάνει προοδευτικά στο 7% σε άτομα 75 έως 84 ετών και στο 15% σε άτομα άνω των 85 ετών. Στις πειρσσότερες περιπτώσεις απότελεί τη τελική κατάληξη όλων των άλλων καρδιαγγειακών νοσημάτων, δηλαδή της παραμελημένης αρτηριακής υπέρτασης, της μη ελεγμένης χρόνιας αρρυθμίας, της στεφανιαίας νόσου, του σακχαρώδη διαβήτη, παθήσεων των νεφρών, των πνευμόνων και του θυρεοειδούς αδένα, ενώ φλεγμονές του καρδιακού μυός και κληρονομικά νοσήματα μπορεί σπανιότερα να οδηγήσουν επίσης στην εμφάνισή της.
Τι είναι η καρδιακή ανεπάρκεια
Όταν ο μυς της καρδιάς αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις ανάγκες του οργανισμού, δηλαδή να εξωθήσει το αίμα που χρειάζονται τα υπόλοιπα όργανα για την θρέψη και λειτουργία τους. Επειδή το αίμα και το οξυγόνο δεν φτάνουν για να θρέψουν τους μυς και τα όργανα του σώματος, οι μύες κουράζονται και ο ασθενής με καρδιακή ανεπάρκεια εμφανίζει εύκολα κόπωση. Παράλληλα δεν επιστρέφει αρκετό αίμα στην καρδιά, επειδή η αδύναμη καρδιά δεν μπορεί να το τραβήξει πίσω. Το αίμα που δεν μπορεί να γυρίσει πίσω μαζεύεται στις φλέβες, αυξάνεται η πίεση μέσα σε αυτές, οπότε αρχίζουν να βγαίνουν υγρά στους γύρω ιστούς, κυρίως στα πόδια (οιδήματα- πρήξιμο) και την κοιλιά.
Επίσης η χορήγηση ογκολογικής θεραπείας (χημειοθεραπευτικά/ακτινοβολίες) μπορεί να προκαλέσει καρδιακή ανεπάρκεια, η οποία συχνά είναι αναστρέψιμη , εφόσον δοθεί έγκαιρα η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή σε μια στενή συνεργασία ογκολόγου με καρδιολόγο.
Διάγνωση
Ο γιατρός θα λάβει το ιστορικό και κάνει την φυσική εξέταση. Επίσης έρχεται η επιβεβαίωση από παρακλινικές εξετάσεις όπως ηλεκτροκαρδιογράφημα, υπερηχοκαρδιογράφημα, ακτινογραφία θώρακα, στεφανιογραφία, μαγνητική τομογραφία καρδιάς και ειδικότερες εξετάσεις αναπνευστικής λειτουργίας εφ όσον κριθούν απαραίτητες. O βιοχημικός και αιματολογικός έλεγχος μπορεί να αναδείξει παθογόνες καταστάσεις που συμβάλλουν στην εμφάνισης της καρδιακής ανεπάρκειας, ενώ η μέτρηση ειδικών πεπτιδίων στο αίμα βοηθά στον αποκλεισμό καρδιολογικής αιτιολογίας των συμπτωμάτων και σημείων.
Ο ρόλος της ηλικίας
Η καρδιακή ανεπάρκεια ευτυχώς δεν είναι συχνή σε μικρές ηλικίες. Η μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης της είναι σε ηλικίες άνω των 65 ετών, καθώς η στεφανιαία νόσος που αποτελεί και την κύρια αιτία της εκφράζεται σε μεγαλύτερες ηλικίες. Η συχνότητα της είναι περίπου 1% στα άτομα κάτω των 65 ετών, και αυξάνει προοδευτικά στο 7% σε άτομα 75 έως 84 ετών και στο 15% σε άτομα άνω των 85 ετών.
Σε νεαρούς ενήλικες εμφανίζονται συγγενείς καρδιοπάθειες που αποτελούν δομικές παθήσεις της καρδιάς από την γέννηση και οι μυοκαρδίτιδες που αποτελούν φλεγμονώδη προσβολή της καρδιάς από ιούς. Στην περίπτωση της μυοκαρδίτιδας η εμφάνιση καρδιακής ανεπάρκειας δύναται να συνοδεύει λιγότερο από το 1/3 των περιπτώσεων και σε μεγάλο ποσοστό είναι αναστρέψιμη.
Τα συμπτώματα
Δεν διαφοροποιούνται μεταξύ των φύλων. Όμως, οι γυναίκες καθώς εκδηλώνουν καρδιαγγειακά νοσήματα και καρδιακή ανεπάρκεια σε μεγαλύτερη ηλικία από αυτή των ανδρών, εμφανίζουν και περισσότερες συνοσηρότητες όπως σακχαρώδη διαβήτη, αρτηριακή υπέρταση, κολπική μαρμαρυγή. Έτσι μπορεί να εκδηλώσουν πιο προχωρημένη μορφή καρδιακής ανεπάρκειας. Οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας επίσης εμφανίζουν συχνότερα από τους άνδρες σημεία και συμπτώματα δεξιάς καρδιακής ανεπάρκειας, όπως οιδήματα κάτω άκρων και πλευριτικές συλλογές.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ