Η έκταση της ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας κατά τη νόσηση με covid-19 και μετά από αυτή ήταν ανάλογη της βαρύτητας της νόσου αλλά και της έκβασης αυτής. Έλληνες επιστήμονες διερεύνησαν την έκταση της προσβολής του ενδοθηλίου των αγγείων τόσο κατά την οξεία φάση της νόσου, όσο και έξι μήνες μετά την έξοδο από το νοσοκομείο.
Νέα μελέτη διεξήχθη από τη Γ’ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ σε συνεργασία με την Γ’ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική και τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας του ΓΝΝΘΑ «Η Σωτηρία». Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Vascular Pharmacology» σε νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19.
Κατά την παρακολούθηση αυτών των ασθενών υπήρξε σταδιακή βελτίωση της ενδοθηλιακής λειτουργίας, η οποίας όμως υστερούσε σε σχέση με πληθυσμό ελέγχου που δεν είχαν νοσήσει από COVID-19. Η αποκατάσταση δε της ενδοθηλιακής λειτουργίας υπολείπεται στους ασθενείς που είχαν νοσηλευτεί σε μονάδα εντατικής θεραπεία.
Η COVID-19 στοχεύει τα ενδοθηλιακά κύτταρα προκαλώντας ενεργό ενδοθηλίτιδα. Στην οξεία φάση του COVID-19, παρατηρείται σημαντική εξασθένιση της ενδοθηλιακής λειτουργίας. Η εξασθένιση της ενδοθηλιακής λειτουργίας είναι ανάλογη της σοβαρότητας της λοίμωξηςCOVID-19.
Υπάρχει σημαντική προοδευτική βελτίωση της ενδοθηλιακής λειτουργίας μετά την οξεία φάση του COVID-19. Έξι μήνες μετά την οξεία COVID-19 οι ασθενείς εξακολουθούν να έχουν μειωμένο δείκτη FMD.
Αναφερόμενος στα ευρήματα ο πρόεδρος της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Καθηγητής Καρδιολογίας, Γεράσιμος Σιάσος σχολιάζει ότι «τα δεδομένα αυτά είναι ενδιαφέροντα γιατί εστιάζουν στο πλήθος των καρδιαγγειακών διαταραχών που παρατηρούνται κατά το long COVID-19 σύνδρομο. Ειδικά post COVID καρδιολογικά ιατρεία, όπως στη Γ’ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ στο ΓΝΝΘΑ «Η ΣΩΤΗΡΙΑ», εξετάζουν ασθενείς οι οποίοι νόσησαν και αντιμετωπίζουν στη συνέχεια καρδιολογικά συμπτώματα».
Η νόσος COVID-19 εμπλέκεται με την ενεργό ενδοθηλίτιδα και την καρδιαγγειακή νοσηρότητα. Οι επιπτώσεις του συνδρόμου μακράς διάρκειας COVID-19 στην αθηροσκλήρωση δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί. Οι ερευνητές αξιολόγησαν τις άμεσες, ενδιάμεσες και μακροπρόθεσμες επιδράσεις του COVID-19 στην ενδοθηλιακή λειτουργία.
Σε αυτή την προοπτική μελέτη κοόρτης, εγγράφηκαν ασθενείς που νοσηλεύτηκαν για COVID-19 στον ιατρικό θάλαμο ή στη ΜΕΘ και παρακολουθήθηκαν έως και έξι μήνες μετά την έξοδο από το νοσοκομείο. Η ερευνητική ομάδα έλαβε το ιατρικό ιστορικό των συμμετεχόντων και διενεργήθηκαν εργαστηριακές εξετάσεις. Επίσης, η ενδοθηλιακή λειτουργία αξιολογήθηκε με τη διαστολή με τη βοήθεια της ροής της βραχιόνιας αρτηρίας (FMD). Οι ερευνητές συνέκριναν τα στοιχεία των ασθενών της ομάδας ελέγχου που αντιστοιχούσε σε βαθμολογία καταλληλότητας στο οξύ στάδιο (κατά την εισαγωγή στο νοσοκομείο) και στο στάδιο της παρακολούθησης (ένα και έξι μήνες).
Στο πλαίσιο της μελέτης αξιολογήθηκαν 73 ασθενείς με διάγνωση COVID-19 (37% εισήχθησαν σε ΜΕΘ). Εντοπίστηκαν τα εξής:
Οι ασθενείς με COVID-19 αναπτύσσουν αξιοσημείωτη ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, η οποία βελτιώνεται προοδευτικά κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης έξι μηνών, αλλά παραμένει μειωμένη σε σύγκριση με τα υγιή άτομα ελέγχου. Το κατά πόσον η χρόνια δυσλειτουργία της ενδοθηλιακής λειτουργίας μετά τη νόσηση με COVID-19 θα μπορούσε να συνοδεύεται από υπολειπόμενο κίνδυνο για καρδιαγγειακά και θρομβωτικά συμβάντα χρήζει περαιτέρω έρευνας.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ