Η Επιτροπή Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση (CHMP) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων αποφάνθηκε θετικά για τη χρήση του φαρμάκου Tagrisso (οσιμερτινίμπη) ως πρώτη γραμμή θεραπεία ασθενών με τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα (NSCLC), οι οποίο φέρουν μία συγκεκριμένη μετάλλαξη.
Το φάρμακο είχε εγκριθεί το Φεβρουάριο του 2016 για χρήση ως δεύτερης γραμμής θεραπεία. Η δραστική ουσία του Tagrisso, η οσιμερτινίμπη, είναι ένας τύπος αντικαρκινικού φαρμάκου που ονομάζεται αναστολέας της τυροσινικής κινάσης. Αναστέλλει τη δράση του γονιδίου EGFR, το οποίο φυσιολογικά ελέγχει την ανάπτυξη και τη διαίρεση των κυττάρων.
Στα καρκινικά κύτταρα του πνεύμονα, το EGFR είναι συνήθως υπερδραστήριο προκαλώντας ανεξέλεγκτη διαίρεση των καρκινικών κυττάρων. Αναστέλλοντας τη δράση του EGFR, η οσιμερτινίμπη βοηθά στον περιορισμό της ανάπτυξης και της εξάπλωσης του καρκίνου.
Σε αντίθεση με τα φάρμακα της ίδιας κατηγορίας, το Tagrisso δρα ενάντια στα καρκινικά κύτταρα με τη μετάλλαξη Τ790Μ στο γονίδιο EGFR. Οι ασθενείς με τη μετάλλαξη Τ790Μ έχουν γενικά κακή πρόγνωση και περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές. Ως εκ τούτου, υπάρχει μεγάλη ιατρική ανάγκη η οποία δεν καλύπτεται.
Η απόφαση της Επιτροπής Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση (CHMP) αντανακλά τα αποτελέσματα της μελέτης FLAURA, που έδειξαν ότι η επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου στους ασθενείς που έλαβαν Tagrisso ήταν 18,9 μήνες σε σύγκριση με 10,2 μήνες για τους ασθενείς που έλαβαν το πρότυπο περίθαλψης.
Πριν από την έναρξη της θεραπείας, οι γιατροί πρέπει να βεβαιωθούν ότι οι ασθενείς τους είναι θετικοί στη μετάλλαξη T790M πραγματοποιώντας γενετικό έλεγχο σε κατάλληλο εργαστήριο. Το φάρμακο διατίθεται υπό τη μορφή δισκίων (40 και 80 mg) και η θεραπεία μπορεί να συνεχιστεί για όσο χρονικό διάστημα η κατάσταση του ασθενούς βελτιώνεται ή παραμένει σταθερή και οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ανεκτές.
Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες του Tagrisso (ενδέχεται να εμφανιστούν σε περισσότερα από 1 στα 10 άτομα) είναι διάρροια, εξάνθημα, ξηροδερμία, παρωνυχία (λοίμωξη της κοίτης του όνυχα), κνησμός, στοματίτιδα (φλεγμονή του βλεννογόνου του στόματος) και μείωση των επιπέδων των λευκών αιμοσφαιρίων και των αιμοπεταλίων.
Δευθυντής Σύνταξης, virus.com.gr & Pharma Health Business magazine
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ