Πρόσφατα, στις ΗΠΑ, ειδικοί λοιμωξιολόγοι κλήθηκαν να απαντήσουν σε πρακτικά ερωτήματα για τον εμβολιασμό έναντι της Covid-19, τα οποία τέθηκαν τόσο από τους κλινικούς γιατρούς, όσο και από τους πολίτες στη διάρκεια του φόρουμ του Annals of Internal Medicine, που πραγματοποιήθηκε στις 24 Μαρτίου.
Οι ειδικοί, που συμμετείχαν ήταν η Δρ. Deborah Cotton, Καθηγήτρια Ιατρικής και Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, ο Δρ. Carlos del Rio, Καθηγητής Ιατρικής, Παγκόσμιας Υγείας και Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο Emory και ο Δρ. Paul Sax, Καθηγητής Ιατρικής στο πανεπιστήμιο του Harvard. Τις απαντήσεις στα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα συνοψίζουν οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ).
Πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν απόλυτη αντένδειξη για εμβολιασμό. Σε αυτούς ανήκουν όσοι έχουν ενεργό λοίμωξη COVID-19 ή άλλη λοίμωξη. Επίσης, όσοι έχουν γνωστή αλλεργία σε κάποιο από τα συστατικά του εμβολίου mRNA, θα ήταν σωστότερο να λάβουν εμβόλιο διαφορετικής τεχνολογίας. Δεν συνίσταται προς το παρόν ο εμβολιασμός για όσους είναι κάτω των 16 ετών.
Στις ομάδες του πληθυσμού που πρέπει να προηγηθούν στον εμβολιασμό ανήκουν όσοι είναι επικίνδυνο να εμφανίσουν πιο σοβαρή νόσο όπως υπερήλικοι, παχύσαρκοι, ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, αλλά και οι επαγγελματίες υγείας λόγω του αυξημένου κίνδυνου έκθεσης.
Το εμβόλιο δεν επηρεάζει με κάποιο τρόπο τη γονιμότητα των γυναικών, μία ανησυχία που προβληματίζει πολλές νέες γυναίκες, εμποδίζοντας τις να εμβολιαστούν. Η λοίμωξη COVID-19 είναι πιο σοβαρή για τις έγκυες γυναίκες. Ο εμβολιασμός στο πρώτο τρίμηνο κύησης είναι λογικό να αποφεύγεται, αλλά στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης οι ειδικοί αναφέρουν ότι παρότι έγκυες γυναίκες δεν έχουν ενταχθεί στις κλινικές μελέτες, θα έπρεπε να σκεφτούν σοβαρά το ενδεχόμενο του εμβολιασμού για να αποφύγουν τη σοβαρή λοίμωξη.
Δεν υπάρχει σαφής οδηγία για την αντιμετώπιση των ασθενών που θα εμφανίσουν λοίμωξη COVID-19 μεταξύ των δύο δόσεων. Αν κάποιος εμφανίσει σοβαρότερη μορφή της νόσου τότε συνίσταται να λάβει θεραπεία με εγκεκριμένα φάρμακα, όπως η ρεμντεσιβίρη, και όταν υφεθούν τα συμπτώματα να υποβληθεί κανονικά στη δεύτερη δόση του εμβολίου.
Οι μελέτες των εμβολίων δεν σχεδιάστηκαν για να αποδείξουν τη μείωση της μετάδοσης του ιού, αλλά τη μείωση της σοβαρής νόσου COVID-19 που επιτυγχάνουν τα εμβόλια. Τα δεδομένα δείχνουν ότι τα εμβόλια μειώνουν τη νόσο, άρα κατ’ επέκταση και τη μετάδοση. Αυτό που δεν είναι σαφές είναι το ποσοστό μείωσης. Όμως όσο περισσότεροι άνθρωποι εμβολιάζονται, τόσο λιγότεροι ασθενούν, περιορίζοντας έτσι τη μετάδοση της νόσου.
Τα δεδομένα για τη μείωση της μετάδοσης δεν είναι ακόμη ώριμα, και επίσης ο μαζικός εμβολιασμός απέχει ακόμα από το να αφορά ολόκληρο τον πληθυσμό, ώστε να τεθεί σε έλεγχο η πανδημία.
Δεν υπάρχουν δεδομένα για τη μακροχρόνια προστασία των εμβολίων, ωστόσο είναι πιθανό να χρειαστούν δόσεις ενίσχυσης (booster), ίσως αν όχι ετησίως όπως της γρίπης, σε άλλοτε άλλα χρονικά διαστήματα, κυρίως αν επιθυμεί να ταξιδέψει κάποιος σε περιοχές του πλανήτη που ενδημούν διαφορετικά στελέχη.
Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό πρέπει να συνοψίσουμε τι γνωρίζουμε για τα νέα στελέχη. Είναι γνωστό ότι το στέλεχος Β.1.1.7 (που πρωτοεμφανίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο), είναι αρκετά συχνό πλέον, είναι πιο μεταδοτικό και οδηγεί σε σοβαρότερη μορφή της νόσου, αλλά τα εμβόλια είναι αρκετά αποτελεσματικά απέναντι σε αυτό το στέλεχος. Το στέλεχος Β.1.351 (που πρωτοεμφανίστηκε στη Νότια Αφρική), είναι σχετικά ανθεκτικό στα εμβόλια τουλάχιστον σε πειράματα στο εργαστήριο. Ωστόσο και άλλοι παράγοντες επηρεάζουν τη μεταδοτικότητα του ιού εκτός από το στέλεχος αυτό καθαυτό, όπως το κλίμα, το περιβάλλον και η περίοδος του χρόνου. Για να αποδειχθεί η αναποτελεσματικότητα των εμβολίων ενάντια στα νέα στελέχη θα πρέπει να γίνουν μελέτες με άτομα που έχουν εμβολιαστεί, γιατί η προστασία που παρέχεται αν και μικρότερη για κάποια στελέχη μπορεί να είναι επαρκής για να αντιμετωπίσει τη σοβαρή νόσο και αυτό είναι αρκετό. Η ανησυχία που δημιουργούν τα νέα στελέχη μπορεί να αντιμετωπιστεί με τον εμβολιασμό, γιατί μειώνοντας τους ανθρώπους που νοσούν μειώνονται οι πιθανότητες να μεταλλαχθεί ο ιός.
Η μαζική χρήση της μάσκας που επέβαλε η πανδημία αυτή έχει μειώσει δραματικά την επίπτωση των αναπνευστικών ιών, όπως η ινφλουέντσα, οι αδενοϊοί και οι ρινοϊοί. Οπότε είναι πιθανό να παραμείνει η χρήση της σε κάποιο βαθμό και μετά την πανδημία. Επιπλέον, μπορεί να είναι χρήσιμη η σχετική τήρηση των μέτρων φυσικής αποστασιοποίησης σε κλειστούς χώρους και ο επιμελής καθαρισμός των χεριών.
Η μειωμένη ευαισθησία και ειδικότητα των τεστ αυτών σε σχέση με την PCR δημιουργεί προβληματισμό σε σχέση με τη χρήση τους σαν τεχνική screening. Ωστόσο ως φτηνή και γρήγορη τεχνική στους επόμενους μήνες όπου ένα μέρος του πληθυσμού θα είναι εμβολιασμένο και ένα μέρος όχι, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο δημόσιας επιτήρησης της υγείας στα σχολεία ή στις επιχειρήσεις.
Τα δεδομένα για τα μονοκλωνικά αντισώματα, όπως αυτό της εταιρείας Regeneron που χορηγείται υποδόρια, είναι υποσχόμενα, όταν δίνονται νωρίς στην πορεία της λοίμωξης COVID-19 για να αποφευχθεί η πρόοδος της νόσου. Το molnupiravir είναι ένα αντιικό φάρμακο από του στόματος, που σε πέντε ημέρες μειώνει το ιικό φορτίο του ασθενούς. Η φλουβοξαμίνη, ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται στη θεραπεία της κατάθλιψης, έδειξε όφελος στην πιθανότητα κλινικής επιδείνωσης σε σοβαρότερη μορφή της νόσου, όταν συγκρίθηκε με εικονικό φάρμακο, πιθανά μέσω κάποιας αντιφλεγμονώδους δράσης του φαρμάκου. Η ρεμντεσιβίρη έχει αποδείξει κάποια δράση εναντίον του ιού. Η πιο αποτελεσματική λύση στην πανδημία όμως είναι ο εμβολιασμός, μιας και οι θεραπείες δεν δίνουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Δευθυντής Σύνταξης, virus.com.gr & Pharma Health Business magazine
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ