Παρανοήσεις, προκαταλήψεις και δυσκολίες πρόσβασης στη διάγνωση και στη θεραπεία συνθέτουν το επιδημιολογικό προφίλ για τις ηπατίτιδες Β και C και τη λοίμωξη HIV στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της μελέτης Hprolipsis της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ.
Στη μελέτη συμμετείχαν 6.000 άτομα από το γενικό πληθυσμό, 600 μετανάστες και 500 Τσιγγάνοι/Ρομά, στους οποίους πραγματοποιήθηκε ατομική συνέντευξη και κατόπιν συγκατάθεσης ελήφθη δείγμα αίματος για να ελεγχθεί για δείκτες ηπατίτιδας Β, ηπατίτιδας C και HIV λοίμωξης.
Εντύπωση προκαλεί το μεγάλο ποσοστό παρανοήσεων που διαπιστώνει η μελέτη ακόμη και σε πληθυσμούς με υψηλό επίπεδο μόρφωσης, σχετικά με τους τρόπους μετάδοσης των λοιμώξεων, με τους ειδικούς να επισημαίνουν ότι ο παράγοντας αυτός μπορεί να οδηγήσει σε αποκλεισμούς, περιθωριοποίηση και φόβο.
Είναι ενδεικτικό πως αν και το εκπαιδευτικό επίπεδο του γενικού πληθυσμού και των μεταναστών ήταν αρκετά υψηλό, με τους περισσότερους να έχουν ολοκληρώσει 9 έτη εκπαίδευσης, το 54-59% του γενικού πληθυσμού και το 50-62% των μεταναστών πιστεύουν λανθασμένα ότι οι λοιμώξεις αυτές μπορούν να μεταδοθούν είτε με την καθημερινή κοινωνική επαφή, το φιλί, την κοινή χρήση οικιακών σκευών, κοινή χρήση τουαλέτας είτε με το τσίμπημα του κουνουπιού. Στους Τσιγγάνους/Ρομά, αντίστοιχα, όπου το εκπαιδευτικό επίπεδο ήταν εξαιρετικά χαμηλό (οι μισοί δεν είχαν πάει καθόλου σχολείο), τα ποσοστά παρανοήσεων ήταν ακόμη πιο υψηλά (76-78%). Σε όλες τις περιπτώσεις, πάντως, το επίπεδο γνώσεων ήταν υψηλότερο σε άτομα υψηλότερου εκπαιδευτικού και κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου.
Την ίδια στιγμή, μεγάλο ποσοστό και από τους 3 πληθυσμούς αντιμετωπίζει δυσκολίες στην πρόσβασή του σε ιατρικές εξετάσεις και θεραπεία.
Οι οικονομικοί λόγοι ήταν οι πιο συχνά αναφερόμενοι λόγοι μη πρόσβασης από τους συμμετέχοντες στη μελέτη, ενώ σημαντικό φραγμό αποτελούσαν και οι κοινωνικοί λόγοι όπως η αδυναμία λήψης σχετικής άδειας από τη δουλειά, η μεγάλη λίστα αναμονής και η δυσκολία να κλειστεί ραντεβού. Λόγοι που σχετίζονται με τη μετανάστευση όπως η δυσκολία επικοινωνίας λόγω γλώσσας, η έλλειψη νομιμοποιητικών εγγράφων και ο φόβος της απέλασης ήταν ιδιαίτερα σημαντικοί για τους μετανάστες, ενώ η έλλειψη εγγράφων ήταν σημαντική και για τους Τσιγγάνους/Ρομά, οι οποίοι ανέφεραν και δυσκολία χρήσης των τηλεφωνικών ραντεβού.
Ο επιπολασμός των λοιμώξεων
Το ποσοστό των ατόμων με θετικό αντιγόνο επιφανείας (HBsAg –ηπατίτιδα Β) ήταν χαμηλό στο γενικό πληθυσμό (1,27%), αλλά αυξημένο στους μετανάστες (7,5%) και στους Τσιγγάνους/Ρομά (7,72%). Το ποσοστό των ατόμων με αντισώματα έναντι της ηπατίτιδας C ήταν χαμηλό στο γενικό πληθυσμό (0,73%) και τους Τσιγγάνους-Ρομά (1,39%) αλλά σχετικά υψηλότερο στους μετανάστες (3,5%). Ο επιπολασμός της HIV λοίμωξης ήταν χαμηλός και στους 3 πληθυσμούς (Γενικός πληθυσμός: 0,07%, Μετανάστες: 0,7%, Τσιγγάνοι-Ρομά: 0%).
Οι ειδικοί αναφέρουν πως ο επιπολασμός αντιγόνου επιφανείας στους μετανάστες φαίνεται να αντανακλά τον επιπολασμό της χώρας προέλευσής τους (μεταφορά επιδημιολογικού προφίλ), ενώ στους Τσιγγάνους-Ρομά, ο επιπολασμός ήταν ιδιαίτερα υψηλός σε περιοχές με κακές συνθήκες διαβίωσης (αμιγείς καταυλισμοί).
Αξίζει να σημειωθεί πως ανάμεσα σε αυτούς που βρέθηκαν με θετικό αντιγόνο επιφανείας ηπατίτιδας Β, οι περισσότεροι δεν το γνώριζαν (63,5%-77,0%). Τα ποσοστά αυτά μάλιστα, ήταν ακόμη μεγαλύτερα ανάμεσα σε αυτούς που είχαν θετικό αντίσωμα έναντι της ηπατίτιδας C (66,7%-85,7%). Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως το ποσοστό των ατόμων που είχαν εξεταστεί στο παρελθόν για κάποιο από τα λοιμώδη αυτά νοσήματα είναι χαμηλό σε όλους τους πληθυσμούς (31%, 39,1% και 20,1% αντίστοιχα), ενώ η πιθανότητα να έχει ελεγχθεί κάποιος ήταν μεγαλύτερη σε άτομα μικρότερης ηλικίας και σε άτομα με υψηλότερο εκπαιδευτικό και κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο.
Οι επιστήμονες στα συμπεράσματα της έρευνας αναφέρουν πως απαιτούνται δράσεις και ανάπτυξη δομών για τη διευκόλυνση στη πρόσβαση, στην πρόληψη και τη θεραπεία, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του κάθε πληθυσμού. Απαραίτητη, επίσης, κρίνεται η υλοποίηση κατάλληλων προγραμμάτων ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, που να εστιάζουν κυρίως σε πληθυσμούς υψηλού ρίσκου, δεδομένου ότι η έγκαιρη διάγνωση βελτιώνει τη υγεία των ανθρώπων που ζουν με ιογενείς ηπατίτιδες ή με τον HIV και ταυτόχρονα παρεμποδίζει τη μετάδοσή τους σε άλλα άτομα.
Διαπιστευμένη δημοσιογράφος στο Υπουργείο Υγείας. Διπλωματούχος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών. Τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ και του ΟΕΕ.
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ