Την ανάγκη συνεργασίας και αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης που προκαλεί το μεταναστευτικό «κύμα» που «σαρώνει» τα παράλια της Ελλάδας, ανέδειξε ο ΓΓ Δημόσιας Υγείας, ο οποίος συμμετέχει στην 65η Σύνοδο της Περιφερειακής Επιτροπής του ΠΟΥ.
Ο Ιωάννης Μπασκόζος, ο οποίος βρίσκεται από τη Δευτέρα στο Βίλνους της Λιθουανίας, αξιοποίησε το υπουργικό γεύμα που πραγματοποιήθηκε στην έναρξη των εργασιών, προκειμένου να επισημάνει την πρωτόγνωρη κατάσταση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και η οποία δημιουργεί προβλήματα ιδιαίτερης φύσεως. Στο πλαίσιο αυτό, έκανε εκτενή αναφορά στις ενέργειες δημόσιας υγείας που λαμβάνουν χώρα από το Υπουργείο Υγείας, διανέμοντας σχετικό υλικό, ζητώντας παράλληλα από τους ομολόγους του να επιδείξουν την αλληλεγγύη τους στη χώρα μας, υιοθετώντας μια κοινή πολιτική για τη διαχείριση του φαινομένου με στόχο την αντιμετώπιση των αναγκών υγείας των προσφύγων με ταυτόχρονη προστασία της Δημόσιας Υγείας του ντόπιου πληθυσμού.
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του ΓΓ Δημόσιας Υγείας, Ι. Μπασκόζου.
Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια διαρκώς αυξανόμενη ανθρωπιστική κρίση χωρίς προηγούμενο καθώς από τις αρχές του έτους έως σήμερα περισσότεροι από 350.000 πρόσφυγες και μετανάστες χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα διέπλευσαν την Μεσόγειο κι έφθασαν στις ακτές χωρών της Ε.Ε., ενώ σε αυτή την ατέρμονη προσπάθεια περισσότεροι από 2.650 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στη θάλασσα (στοιχεία:UNHCR,IOM, FRONTEX).
Η εφαρμογή πολιτικών λιτότητας στην Ευρώπη και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει οδηγήσει στην υποβάθμιση των δομών υγείας, ιδιαίτερα στα σημεία εισόδου προσφύγων και μεταναστών, στα νησιά του Αιγαίου, τον Έβρο και στο Κιλκίς.
Η προσφυγική/μεταναστευτική κρίση αλλάζει την κατάσταση στην Ευρώπη, άρα και οι προτεραιότητες της ΕΕ πρέπει να αλλάξουν για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Είναι ιστορική ανάγκη να επικρατήσει ειδικά τώρα η αλληλεγγύη και η συνεργασία.
Η Ελλάδα κατανοεί ότι πολλές άλλες χώρες αντιμετωπίζουν αυξημένα προβλήματα, θα θέλαμε όμως να επισημάνουμε ότι η πρωτόγνωρη κατάσταση δημιουργεί προβλήματα ιδιαίτερης φύσεως στην Ελλάδα, τα οποία και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της. Ευχαριστούμε για τη διάθεση συνεργασίας του Π.Ο.Υ. Ευρώπης και τις συγκεκριμένες ενέργειες βοήθειας.
Είναι ανθρωπιστική ανάγκη να ενισχυθούν οι δομές υγείας στα σημεία εισόδου προσφύγων και μεταναστών στην Ευρώπη. Οι αριθμοί εξάλλου μιλούν από μόνοι τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της UNHCR από τον Ιανουάριο έως τις 28.08.2015 στην Λέσβο έχουν αφιχθεί περί τους 96.000 πρόσφυγες και ακολουθούν στην Κω 31.000 την Χίο 30.000, στη Σάμο 19.500 και στη Λέρο 10.500. Η μεγάλη πλειοψηφία όσων φθάνουν στην Ελλάδα προέρχονται από ζώνες συρράξεων όπως η Συρία, το Ιράκ, ή το Αφγανιστάν και απλά τρέπονται σε φυγή για να σώσουν τη ζωή τους. Πρόκειται λοιπόν κατά κύριο λόγο για προσφυγική κρίση κι όχι μόνο για μεταναστευτικό φαινόμενο. Η πλειοψηφία από αυτούς φθάνουν στην Ελλάδα με σκοπό να συνεχίσουν το δύσκολο ταξίδι τους προς τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης (μόνο 3% αιτούνται άσυλο στην Ελλάδα). Στόχος μας είναι η αξιοποίηση στο έπακρο των διαθέσιμων δομών και των κονδυλίων που θα παραχθούν από την Ε.Ε., ενώ θα ασκηθούν όλα τα μέσα και οι κατάλληλες πολιτικές έτσι ώστε οι δομές αυτές να ενισχυθούν και οι πόροι να αυξηθούν.
Ενώ είναι σαφές ότι οι πρόσφυγες και μετανάστες δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως φορείς ασθενειών και ως κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, και ενώ ο μύθος περί «υγεινομικής βόμβας» είναι επιστημονικά, ηθικά και πολιτικά απαράδεκτος, η έλλειψη δομών πρώτης υποδοχής και φιλοξενίας μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα για τη δημόσια υγεία, τους πληθυσμούς προσφύγων και μεταναστών αλλά για τις τοπικές κοινωνίες.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι τα λοιμώδη νοσήματα δεν αποτελούν το κύριο πρόβλημα υγείας ανάμεσα στους πρόσφυγες. Αντίθετα, οι παιδικές ασθένειες και οι χρόνιες παθήσεις όπως ο διαβήτης και η καρδιοπάθεια αποτελούν τα κυρία ζητήματα υγείας που αυτή τη στιγμή καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, λόγω της αλλαγής σύνθεσης των προσερχομένων που αποτελούν πια ολόκληρες οικογένειες από ηλικιωμένους έως βρέφη που φεύγουν για να σώσουν τη ζωή τους. Το ζήτημα του εμβολιασμού των ευπαθών ομάδων είναι επίσης σημαντικό, αφού καλούμαστε να ταυτοποιήσουμε τα εμβόλια που έχουν γίνει και αυτά που χρειάζονται να γίνουν, τηρώντας την ισορροπία μεταξύ της προστασίας της δημόσιας υγείας και της προστασίας του προσφυγικού πληθυσμού. Βεβαίως εξακολουθεί η ανάγκη για ψυχολογική υποστήριξη και αντιμετώπιση καταστάσεων που οφείλονται σε κακουχίες του ταξιδιού και του πολέμου.
Βασικό μας μέλημα παραμένει η «ολιστική» αντιμετώπιση του φαινομένου με την ενεργοποίηση όλων των εμπλεκομένων φορέων σε εθνικό επίπεδο και την αξιοποίηση θεσμών εθελοντισμού, κοινωνικής προσφοράς και κοινωνικής ευθύνης. Καθώς όμως η αλληλεγγύη δεν μπορεί να αποτελεί ευθύνη μόνο μερικών ευρωπαϊκών κ-μ, κρίνουμε απαραίτητη τη συνεργασία και τη στήριξη από τα υπόλοιπα κ-μ της Ε.Ε. και της Ευρωπαϊκής περιοχής. Θα πρέπει να καταστεί πραγματική συνείδηση πως η πολιτική αντιμετώπισης του φαινομένου είναι κοινή και πρέπει να εφαρμοστεί ενιαία και ως πρώτης προτεραιότητας καθώς το πρόβλημα της διαχείρισης της συγκεκριμένης ανθρωπιστικής κρίσης μας αφορά όλους μας.
Η Ευρώπη θα αλλάξει υποχρεωτικά μέσα από αυτή την κρίση. Είτε προς την κατεύθυνση περισσότερης συνεργασίας, αλληλεγγύης και ενίσχυσης των ανθρωπιστικών και πολιτισμικών κατακτήσεων των χωρών της, είτε προς επικίνδυνες ατραπούς περίκλειστων συνόρων, ξενοφοβικής έξαρσης και ανεξέλεγκτων κοινωνικών αντιδράσεων. Είναι φανερό ποιο δρόμο οφείλουμε να επιλέξουμε.
Διαπιστευμένη δημοσιογράφος στο Υπουργείο Υγείας. Διπλωματούχος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών. Τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ και του ΟΕΕ.
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ