Βρέθηκε γενετικός παράγοντας που αυξάνει τον κίνδυνο για απώλεια όσφρησης και γεύσης λόγω COVID-19. Τουλάχιστον αυτό δείχνει νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο έγκριτο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Nature Genetic.
Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής συνοψίζουν οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σταυρούλα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ).
Γενικά, εκτιμάται ότι έως και το 80% των ανθρώπων που είναι θετικοί στον κορωνοϊό αναφέρουν ότι τα φαγητά και τα ποτά έχουν διαφορετική γεύση από το συνηθισμένο ή ότι δεν έχουν γεύση ή ότι δεν μπορούν να μυρίσουν καλά. Αυτό διαρκεί συνήθως για μερικές εβδομάδες. Υπάρχουν όμως και κάποιοι, περίπου 1,6 εκατομμύρια άνθρωποι στις ΗΠΑ όπου υπάρχουν σχετικά στοιχεία, που εξακολουθούν να μην μπορούν να μυρίσουν σωστά για περισσότερο από 6 μήνες μετά τη λοίμωξη!
Η νέα μελέτη εκπονήθηκε από ερευνητές της 23andMe, μια εταιρεία γονιδιωματικής και βιοτεχνολογίας, και συμμετείχαν άτομα από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από σχεδόν 70.000 άτομα που είχαν θετικό τεστ για κορωνοϊό. Μεταξύ αυτών, το 68% ανέφερε απώλεια όσφρησης ή γεύσης ως σύμπτωμα. Με τη χρήση σύγχρονων γενετικών τεχνικών και έξυπνων στατιστικών μοντέλων μελετήθηκαν πολλαπλές πιθανές γενετικές διαφορές μεταξύ εκείνων που έχασαν την αίσθηση της όσφρησης και της γεύσης και εκείνων που τις διατήρησαν.
Βρέθηκε λοιπόν ότι ένας συγκεκριμένος γενετικός τόπος κοντά σε δύο οσφρητικά γονίδια, το UGT2A1 και UGT2A2, σχετίζεται με απώλεια όσφρησης και γεύσης λόγω COVID-19.
Οι ερευνητές δεν είναι ακόμη σίγουροι για τους ακριβείς μηχανισμούς. Τυπικά, τα γονίδια αυτά εκφράζονται στον οσφρητικό βλεννογόνο, όπου εμπλέκονται στη διάσπαση χημικών ουσιών και στην επεξεργασία σημάτων που οδηγούν στην αίσθηση της όσφρησης. Φαίνεται ότι οι νευρικές οδοί που προκαλούν όσφρηση ή και γεύση μπορεί γενετικά να είναι υπερλειτουργικές ή υπολειτουργικές σε κάποιους ανθρώπους. Αν τα κύτταρα, λοιπόν, μολυνθούν από κορωνοϊό, η γενετική προδιάθεση καθορίζει σημαντικά την ανθεκτικότητά τους στη μείωση ή παραμόρφωση της ικανότητας γεύσης και όσφρησης.
Προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι η απώλεια σχετίζεται με αδυναμία προστασίας των αισθητηρίων κυττάρων της μύτης και της γλώσσας από την ιογενή λοίμωξη. Η νέα αυτή μελέτη προτείνει μια διαφορετική γενετική κατεύθυνση και τα ευρήματά της θα μπορούσαν να συμβάλουν ακόμη και στην ανεύρεση νέων θεραπειών.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ