Χαμηλή παραμένει η αντίληψη του γενικού πληθυσμού όσον αφορά τον κίνδυνο που σχετίζεται με τη ΧΑΠ, με αποτέλεσμα η νόσος να υποδιαγιγνώσκεται.
Την έλλειψη αντίληψης κινδύνου των Ευρωπαίων για τη Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) καταδεικνύει μια νέα έρευνα.
Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο πάσχουν από ΧΑΠ, μια ασθένεια η οποία εξελίσσεται προοδευτικά και οδηγεί σε εξασθένηση του αναπνευστικού συστήματος, με υψηλά ποσοστά νοσηρότητας και θνητότητας. Χαρακτηριστικά, η νόσος προκάλεσε 3 εκατομμύρια θανάτους το 2015 (στοιχεία WHO).
Έρευνα η οποία διεξήχθη τόσο στο γενικό πληθυσμό όσο και σε πάσχοντες από τη νόσο, σε δείγμα 4.250 ατόμων, ηλικίας 18 ετών και άνω, από 5 ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Βέλγιο), επισημαίνει πως η αντίληψη του γενικού πληθυσμού όσον αφορά τον κίνδυνο που σχετίζεται με τη ΧΑΠ παραμένει χαμηλή, παρότι είναι ευρέως γνωστό ότι πρόκειται για σοβαρή ασθένεια και ότι ο υγιεινός τρόπος ζωής και ο τακτικός ιατρικός έλεγχος αποτρέπουν συνήθως την ανάπτυξή της. Ειδικότερα, μόνο το 16% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι διατρέχει κίνδυνο, παρότι γνωρίζει τη σοβαρότητα της νόσου (95%). Στους κύριους παράγοντες κινδύνου συγκαταλέγονται το κάπνισμα και η ατμοσφαιρική ρύπανση, με ποσοστό 80% και 54%, αντίστοιχα.
Ακόμη, πέρα από το χαμηλό επίπεδο αντίληψης του κινδύνου και οι γνώσεις των ασθενών σχετικά με τη νόσο είναι περιορισμένες: το 84% των ερωτηθέντων δεν γνωρίζει κάποιο άτομο που πάσχει από ΧΑΠ. Η Ιταλία βρίσκεται στην τελευταία θέση στο πεδίο αυτό, με το αντίστοιχο ποσοστό να ανέρχεται σε 97%.
Η επικοινωνία ιατρού-ασθενούς θεωρείται βασική για την πλειονότητα των ερωτηθέντων
Κατά μέσο όρο, το 36% των ερωτηθέντων που ισχυρίζονται ότι έχουν ακούσει για τη ΧΑΠ αναφέρει ως κύρια πηγή πληροφόρησης τα μέσα ενημέρωσης (συγκεκριμένα ραδιόφωνο και τηλεόραση). Για τους Ισπανούς ερωτηθέντες, το ποσοστό ανέρχεται σε 56%. Οι κλινικοί γιατροί διαδραματίζουν δευτερεύοντα ρόλο στην παροχή πληροφοριών: το μέσο ποσοστό ασθενών που αναζητά ιατρική συμβουλή ανέρχεται σε 5% περίπου, με το υψηλότερο ποσοστό να σημειώνεται στο Βέλγιο (15%).
Εξετάζοντας πιο αναλυτικά τις ειδικότητες ιατρών που συμβουλεύονται οι ασθενείς, παρατηρούμε ότι: το 60% απευθύνεται στον οικογενειακό ιατρό, ενώ το 39% σε πνευμονολόγο. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η Μεγάλη Βρετανία, όπου μόνο το 10% των ερωτηθέντων συμβουλεύεται εξειδικευμένο ιατρό.
Η επικοινωνία ιατρού-ασθενούς θεωρείται βασική για την πλειονότητα των ερωτηθέντων: κατά μέσο όρο, το 82% των ασθενών δηλώνει ότι πρωταρχικά κριτήρια για την επιλογή ιατρού είναι ο τελευταίος να νοιάζεται πραγματικά και να είναι καλός ακροατής. Οι δεξιότητες και η εξειδίκευση του ιατρού είναι το δεύτερο σημαντικότερο κριτήριο, με ποσοστό 81%.
Κατά την αλληλεπίδραση μεταξύ ιατρού και ασθενούς, ο ιατρός χρησιμοποιεί την υφιστάμενη ιατρική ορολογία και ο ασθενής κατανοεί ό,τι μπορεί να κατανοήσει, ανάλογα με το πολιτισμικό και γλωσσικό υπόβαθρο που διαθέτει. Τα μέσα ενημέρωσης, οι ειδικοί και οι γενικοί ιατροί έρχονται αντιμέτωποι με την ίδια ασάφεια.
«Ακριβώς επειδή η ΧΑΠ είναι πολύπλοκη πάθηση, πρέπει να καταστεί πιο κατανοητή μέσω της γλώσσας που χρησιμοποιείται από τους επαγγελματίες υγείας», αναφέρει ο Alberto Papi, Καθηγητής και Πρόεδρος του Τομέα Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου της Ferrara και Διευθυντής της Αναπνευστικής Μονάδας ΜΕΘ. «Συχνά δεν μπορούμε να μεταφέρουμε στους ασθενείς ή σε άτομα που διατρέχουν κίνδυνο βασικές πληροφορίες σχετικά με τη νόσο, τις οποίες φαίνεται ότι μεταδίδουν κυρίως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι η ασθένεια συνοδεύεται από παρανοήσεις και δεν αναγνωρίζεται επαρκώς ως κλινική κατάσταση που πρέπει να προσδιοριστεί, να ταξινομηθεί και να αντιμετωπιστεί σε συνεχή βάση με την κατάλληλη θεραπεία. Ομοίως, δεν προκαλεί έκπληξη ούτε ότι η συμμόρφωση με τη θεραπεία είναι ιδιαίτερα χαμηλή, εάν δεν επαναλαμβάνονται οι έλεγχοι για την ορθή χρήση των συσκευών εισπνοής σε κάθε επίσκεψη στον ιατρό. Υπάρχει επομένως ανάγκη να είμαστε περισσότερο διεισδυτικοί όσον αφορά τη διαγνωστική και θεραπευτική διαδρομή των ασθενών με ΧΑΠ, ούτως ώστε να έχουμε τα σημαντικά κλινικά αποτελέσματα που μας προσφέρουν οι υφιστάμενες θεραπευτικές επιλογές».
Η πολυπλοκότητα της θεραπείας αποτελεί βασικό παράγοντα μείωσης της συμμόρφωσης με τη θεραπεία
Η αντίληψη του γενικού πληθυσμού είναι ότι η ΧΑΠ μπορεί να διατηρηθεί υπό έλεγχο με φαρμακευτική αγωγή, αλλά ότι δεν μπορεί να θεραπευτεί (33%). Συγκεκριμένα, μόνο το 6% ισχυρίζεται ότι η νόσος μπορεί να θεραπευτεί.
Μεταξύ των ασθενών που λαμβάνουν ήδη θεραπεία: κατά μέσο όρο, το 35% λαμβάνει ένα φαρμακευτικό σκεύασμα (50% των Ιταλών), ενώ το 23% των ερωτηθέντων λαμβάνει 3 ή περισσότερα φαρμακευτικά σκευάσματα.
Η ανάγκη ταυτόχρονης λήψης άνω του ενός φαρμακευτικών σκευασμάτων επηρεάζει τη συμμόρφωση με τη θεραπεία. Συγκεκριμένα, το 25% των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι ενίοτε δεν είναι σε θέση να λαμβάνουν όλα τα φάρμακά τους.
Η έρευνα με τίτλο «ΧΑΠ: γνώσεις, εμπειρίες και επίδραση στην ποιότητα ζωής» διεξήχθη από την Eurisko Gfk για λογαριασμό της φαρμακευτικής εταιρείας Chiesi, με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας ΧΑΠ.
Διαπιστευμένη δημοσιογράφος στο Υπουργείο Υγείας. Διπλωματούχος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών. Τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ και του ΟΕΕ.
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ