Σήμερα είμαστε πλέον σε θέση να έχουμε περισσότερους ασθενείς που έχουν κερδίσει τη μάχη με τον καρκίνο από ποτέ – χάρη στην συνεχή κλινική έρευνα, τα νέα διαγνωστικά ψηφιακά εργαλεία και την εφαρμογή προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου. Οι καινοτόμες θεραπευτικές επιλογές που είναι διαθέσιμες στους ογκολογικούς ασθενείς από το 1991 μέχρι και σήμερα, έχουν καταφέρει να μειώσουν την θνησιμότητα του καρκίνου κατά 33% σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Αμερικανικής Ένωσης για τον Καρκίνο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κατηγορία των καινοτόμων anti-PD-(L)1 θεραπειών, οι οποίες είναι διαθέσιμες και στη χώρα μας από το 2015/2016, προσφέροντας σημαντικά αυξημένο προσδόκιμο επιβίωσης σε ένα μεγάλο εύρος ογκολογικών ασθενών.
Γνωρίζουμε ότι το φορτίο του καρκίνου στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά σημαντικό (~20% του συνολικού φορτίου νοσηρότητας), τόσο σε επιδημιολογικούς όρους, όσο και σε όρους κοινωνικού κόστους. Μόνο το 2020, υπολογίζεται ότι καταγράφηκαν σχεδόν 65.000 νέες διαγνώσεις καρκίνου και πάνω από 33.000 θάνατοι στη χώρα μας, αριθμοί οι οποίοι αναμένεται να αυξηθούν τα επόμενα χρόνια, οδηγώντας, εκτός των άλλων συνεπειών σε προσωπικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο, και σε μεγαλύτερη ζήτηση των υπηρεσιών υγείας. Και αυτό συχνά μεταφράζεται ως ένα οικονομικό κόστος, αντιμετωπίζοντας τον καρκίνο ως μία δαπάνη υγείας -κυρίως φαρμακευτική-.
Η εισαγωγή και χρήση καινοτόμων θεραπειών οφείλει να οδηγείται από τις ανάγκες υγείας ενός πληθυσμού, δηλαδή την ανάγκη για μακροβιότερη και ποιοτικότερη ζωή. Έτσι το εκάστοτε σύστημα υγείας, καλείται να λάβει αποφάσεις για τη χρήση και την αποζημίωση (ασφαλιστική κάλυψη) των νέων αυτών τεχνολογιών, με τον πιο αποδοτικό τρόπο για αυτό, εξασφαλίζοντας παράλληλα τις καλύτερες δυνατές εκβάσεις υγείας για τους ασθενείς του. Ένα μεγάλο μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης των τεχνολογιών υγείας (θεραπειών & βιοδεικτών) είναι το πώς αναζητούμε την αποδοτικότητα της δαπάνης στο ζήτημα του καρκίνου.
Ποιά είναι δηλαδή η επένδυση που απαιτείται από το κράτος, προκειμένου οι ογκολογικοί μας ασθενείς να μπορέσουν να απολαύσουν τα οφέλη που προσφέρει η καινοτομία στο χώρο της υγείας; Αυτό ακριβώς το ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει πρόσφατη μελέτη που έτρεξε μεταξύ 40 χωρών παγκοσμίως, και στην Ελλάδα, τα αποτελέσματα της οποίας παρουσιάστηκαν πριν λίγους μήνες πανευρωπαϊκά. Τα αποτελέσματα του μοντέλου ΗΙΡ (Health Impact Projection) για την Ελλάδα επιχειρούν να κάνουν αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος του μοντέλου – μία προβολή (projection) των οφελών υγείας που αναμένεται να λάβουν οι ογκολογικοί ασθενείς στην Ελλάδα σε βάθος πενταετίας (2021-2025). Η ανάλυση εστιάστηκε στη σύγκριση δύο σεναριών: πώς θα ήταν οι ζωές των ασθενών και η δαπάνη υγείας σε έναν κόσμο χωρίς τέτοιου τύπου καινοτόμες θεραπευτικές επιλογές, όπως είναι τα anti-PD-(L)1 ογκολογικά φάρμακα, και ενός κόσμου με αυτές. Αυτό το οποίο δείχνει η μελέτη, κατά τη γνώμη μου, είναι εξαιρετικά σημαντικό. Η εισαγωγή τέτοιων θεραπειών σε 5 κατηγορίες καρκίνου (πνεύμονα, μελάνωμα, νεφρό, ουροθήλιο και κεφαλής & τραχήλου), θα αύξανε σε 5 μόλις χρόνια τα κερδισμένα έτη ζωής (life years gained) κατά 34%, προσφέροντας, με άλλα λόγια, στους ογκολογικούς ασθενείς στην Ελλάδα την ευκαιρία να ζήσουν όχι μόνο περισσότερο, αλλά και με (κατά 40%) καλύτερη ποιότητα ζωής, για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα χωρίς υποτροπή της νόσου τους. Και η αντίστοιχη επιπρόσθετη επένδυση προκειμένου οι ογκολογικοί ασθενείς μας να λάβουν αυτά τα οφέλη, θα αντιπροσώπευε περί το 1.2% της συνολικής δαπάνης υγείας για την Ελλάδα το 2021.
Αναφέρθηκα στο κοινωνικό κόστος του καρκίνου, το κόστος της χαμένης παραγωγικότητας, το οποίο αφορά όχι μόνο στους ασθενείς, αλλά και στους φροντιστές τους, κάτι το οποίο συχνά παραβλέπεται. Η ανάλυσή μας έδειξε ότι με τη χρήση των καινοτόμων αυτών θεραπειών, το σύστημα υγείας θα μπορούσε να μειώσει κατά 260 εκατομμύρια ευρώ το έμμεσο κόστος του καρκίνου μέσα σε μια πενταετία. Πηγαίνοντας ένα βήμα παρακάτω, αυτό για έναν ασθενή με καρκίνο μεταφράζεται στο ότι μπορεί να παραμείνει ενεργός και παραγωγικός, με αποτέλεσμα η κοινωνία να κερδίζει πίσω ~9 εκατομμύρια ώρες εργασίας το χρόνο.
Και αυτά ακριβώς τα στοιχεία έρχονται να συμπληρώσουν τα αποτελέσματα μίας μελέτης που κάναμε το 2018 για την Ελλάδα, η οποία αναλύοντας μία σειρά κριτηρίων (φορτίο της νόσου, δυνατότητα βελτίωσης της υγείας των πασχόντων, άμεσο & έμμεσο κόστος της νόσου, κ.α.) ανέδειξε τα κακοήθη νεοπλάσματα ως την σημαντικότερη προτεραιότητα για την κατανομή των πόρων υγείας στη χώρα μας. Επιβεβαιώνοντας την εμπειρική γνώση, τα αποτελέσματα της ανάλυσης μας δείχνουν ότι η υγεία δεν αποτελεί κόστος, αλλά επένδυση για κάθε σύστημα υγείας, το οποίο μπορεί να «τροφοδοτήσει» ένα βιώσιμο μέλλον στη διαχείριση της φροντίδας υγείας του καρκίνου στη χώρα μας. Και γι’ αυτό τέτοιου τύπου δεδομένα αξίζει να συζητηθούν περισσότερο και να αποτελέσουν θέμα της ατζέντας μας για τον καρκίνο τα επόμενα χρόνια. Ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη ότι η έρευνα για νέες θεραπείες πλέον επικεντρώνεται σε πρωιμότερα στάδια του καρκίνου αναμένοντας να επαναπροσδιορίσουν τις προσδοκίες για τους ασθενείς που θα διαγνωστούν έγκαιρα.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ