Της Νικολέττας Κουσουρή, Ψυχολόγου/Ψυχοθεραπεύτριας, Υπεύθυνης Ψυχοκοινωνικού Τομέα ΕΛ.Ε.ΑΝ.Α.
Η Τηλεφωνική Γραμμή Ψυχολογικής Υποστήριξης της Ελληνικής Εταιρείας Αντιρευματικού Αγώνα λειτουργεί κατά βάση με στόχο την υποστήριξη των ανθρώπων που νοσούν από ρευματικά νοσήματα, των συγγενών τους και φίλων. Η υποστήριξη αυτή αφορά σε πολλούς τομείς στη ζωή ενός ασθενή, όπως την ψυχική του υγεία και την όσο το δυνατόν καλύτερη ενημέρωσή του για το νόσημά του, τη λειτουργία του συστήματος υγείας στην Ελλάδα (δίκτυο νοσοκομείων, ιδιωτών ρευματολόγων, κ.α.), τα δικαιώματα του.
Ένα πολύ συχνό φαινόμενο που παρατηρείται στις κλήσεις της γραμμής αφορά στη δυσπιστία των νοσούντων απέναντι στους γιατρούς. Άνθρωποι που έχουν διαγνωστεί πρόσφατα αντιμετωπίζουν το πρόβλημα σε μεγαλύτερο βαθμό, με αποτέλεσμα είτε να αργούν να λάβουν αγωγή, είτε να αργούν να σταθεροποιηθούν με ένα φαρμακευτικό σχήμα. Η σχέση με τον θεράποντα ιατρό πολλές φορές δεν λαμβάνεται ως τόσο σημαντική όσο πραγματικά είναι. Στις κλήσεις που δεχόμαστε φαίνεται ότι ασθενείς που έχουν για αρκετά χρόνια σταθερό γιατρό, παρουσιάζουν την ίδια σταθερότητα και στις πιο προσωπικές τους σχέσεις. Το αποτέλεσμα είναι μία σχετική ψυχική ισορροπία, η οποία είναι απαραίτητη για την καλύτερή δυνατή πορεία του νοσήματος.
Η δυσπιστία στον ρευματολόγο έχει πολυποίκιλη αιτιολογία και αποτελεί ένα μεγάλο εμπόδιο για την επίτευξη σταθερότητας στη ζωή του ασθενή. Η σχέση ασθενούς-γιατρού έχει να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες και από τις δύο πλευρές, όπως ο ανεπαρκής χρόνος εξέτασης, όπου οι ασθενείς πολλές φορές δεν προλαβαίνουν να ρωτήσουν όσα θα ήθελαν και αντικρίζουν ένα γιατρό «αδιάφορο», όπως αναφέρουν, λόγω του τεράστιου όγκου ασθενών που ο ίδιος βλέπει καθημερινά. Ο ρευματολόγος με αυτές τις συνθήκες αδυνατεί να αναπτύξει μία πιο ανθρώπινη σχέση με τον νοσούντα, καθώς κινδυνεύει ο ίδιος με “burn out” . Το αποτέλεσμα είναι να αναφέρεται από τους νοσούντες πως οι ίδιοι για τους γιατρούς αποτελούν απλά εξετάσεις και δείκτες. Ταυτόχρονα, οι ασθενείς είναι αντιμέτωποι συχνά με την δυσκολία ανεύρεσης ραντεβού και την γραφειοκρατία, με αποτέλεσμα ο θυμός τους, πριν καν έρθει το ραντεβού με τον ρευματολόγο, να είναι μεγάλος.
Παράλληλα, η αγωνία και ο φόβος πολλές φορές των νοσούντων λειτουργεί αποτρεπτικά στο να εγκαθιδρυθεί μία καλή σχέση με τον γιατρό. Οι ασθενείς εύλογα αναζητούν στο πρόσωπό του μία πηγή ανακούφισης και εγκαρδιότητας. Πολλοί άνθρωποι αναφέρουν στις κλήσεις πως έχουν επισκεφθεί μία πληθώρα γιατρών, αλλά δυσκολεύονται να τους εμπιστευτούν. Φαίνεται πολλές φορές πως οι ασθενείς εξιδανικεύουν τον γιατρό, ως ιδιότητα και κατ΄ επέκταση ως πρόσωπο, θεωρώντας ότι γνωρίζει τα πάντα, είναι ικανός για τα πάντα, δεν είναι ποτέ απόμακρος ή κακότροπος και σαφώς λειτουργεί ως «σωτήρας». Το αποτέλεσμα της παραπάνω πλάνης είναι η τεράστια απογοήτευση, όταν ο γιατρός δεν καταφέρει να δώσει σαφείς απαντήσεις, δεν βρει άμεσα το ιδανικό φαρμακευτικό σχήμα και δεν ανακουφίσει το άγχος. Τελικά, ο ασθενής καταλήγει να υποτιμά τον γιατρό και να αναζητά τον επόμενο, για να απογοητευτεί πάλι. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο που επιφέρει, πέρα από μεγάλο κίνδυνο για την εξέλιξη του νοσήματος, μεγάλο άγχος στη ζωή του νοσούντα.
Το ερώτημα λοιπόν που δημιουργείται με βάση τα παραπάνω είναι με ποιο τρόπο τελικά θα αναπτυχθεί μία σχέση εμπιστοσύνης με τον θεράποντα ιατρό; Όσον αφορά στους γιατρούς, αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα. Καλούνται να αντιμετωπίζουν σε καθημερινή βάση στα δημόσια νοσοκομεία ένα πλήθος ανθρώπων, που συχνά έχουν άγχος, σύγχυση και θυμό. Για να ανταπεξέλθει ψυχικά κάποιος σε αυτό χρειάζεται να έχει εκπαιδευτεί (σε ψυχοκοινωνικές δεξιότητες), αλλά κατά κύριο λόγο να έχει την κατάλληλη υποστήριξη (όπως με ομάδες υποστήριξης προσωπικού). Πρόκειται βέβαια, για τα ελληνικά δεδομένα, για μία πρόταση εκτός πραγματικότητας. Ως αποτέλεσμα, κάποιοι γιατροί επιλέγουν να αποστασιοποιηθούν και να «κατεβάσουν ρολά».
Αναπόφευκτα, τον καθοριστικότερο ρόλο διαδραματίζει ο ασθενής. Είναι εκείνος που καλείται να αναπροσαρμόσει τον τρόπο σκέψης του. Η απότομη διακοπή συνεργασίας με τον γιατρό για αυτόν αποτελεί μία ριζική απόφαση, η οποία έχει όμως μεγάλα μειονεκτήματα. Για να αναπτυχθεί μία σχέση εμπιστοσύνης, χρειάζεται χρόνος, υπομονή και καλή διάθεση. Είναι βασικό να δώσει κανείς χρόνο στο γιατρό να κάνει διάγνωση, να βρει τη κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, να γίνει πιο επικοινωνιακός (αν δυσκολεύεται). Είναι βέβαια σαφές ότι η φύση των ρευματικών νοσημάτων είναι τέτοια που ο χρόνος και η υπομονή του ασθενούς εξαντλείται ταχύτατα, λόγω των χρόνιων και εξαντλητικών πόνων. Σε αυτό το σημείο είναι λοιπόν που ίσως χρειάζεται μία μεγαλύτερη εγρήγορση από την πλευρά του νοσούντα, στο να αντιληφθεί αν όντως έχει δώσει χρόνο και χώρο να αναπτυχθεί η σχέση ή αν η ανάγκη του να ανακουφιστεί άμεσα, τελικά, λειτουργεί ως τροχοπέδη σε αυτόν του τον στόχο (καθώς πολλές φορές για να ανακουφιστεί χρειάζεται μία καλή επικοινωνία με τον θεράποντα).
Μία καλύτερη εξέλιξη του νοσήματος ίσως σχετίζεται μία καλή ψυχική ισορροπία στη ζωή του ατόμου. Ο θεράπων ιατρός διαδραματίζει έναν από τους πιο καθοριστικούς ρόλους σε αυτό, εμπλεκόμενος άθελά του ταυτόχρονα και στα δύο. Επομένως, έχει μεγάλη σημασία να δοθεί η ανάλογη προσοχή σε αυτήν την σχέση από όλες τις πλευρές, με στόχο την ανάπτυξη εμπιστοσύνης και ανθρωπιάς.
Υπεύθυνη Σύνταξης στο Virus.com.gr - Αρχισυντάκτρια του περιοδικού Pharma & Health Business
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ