Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άρχισε τις διαπραγματεύσεις με τους παραγωγούς εμβολίων έναντι της COVID-19 για την αλλαγή των όρων των συμβάσεων που είχαν συμφωνηθεί προηγουμένως. Η κίνηση ήρθε κατόπιν της αυξανόμενης πίεσης από τα κράτη μέλη που δεν θέλουν να πληρώνουν για εμβόλια που δεν χρειάζονται πλέον για την θωράκιση των πληθυσμών τους.
Από την προηγούμενη χρονιά η Πολωνία προσπάθησε να επαναδιαπραγματευτεί τη συμφωνία της με τον φαρμακευτικό κολοσσό Pfizer, επικαλούμενη τη χαμηλή απορρόφηση των εμβολίων και την ανάγκη να πληρώσει για τις παραδόσεις, σύμφωνα με το euroactiv.com. Σημειώνεται ότι η εν λόγω χώρα δεν μπορούσε πλέον να αντέξει οικονομικά λόγω του τεράστιου κόστους υποδοχής των Ουκρανών προσφύγων που διαφεύγουν σε αυτή. Εντός του Μαρτίου, η Επιτροπή έδωσε στην Πολωνία το «πράσινο φως» για να επαναδιαπραγματευτεί τη συμφωνία με την Pfizer μεμονωμένα, αποτελώντας τη πρώτη χώρα στην οποία δόθηκε τέτοια συγκατάθεση, όπως ανέφεραν τα πολωνικά μέσα ενημέρωσης.
Στο μονοπάτι που χάραξε η Πολωνία
Ωστόσο, οι συνομιλίες μεταξύ της Πολωνίας, της Pfizer και της Επιτροπής βρίσκονται σε εξέλιξη από τις 12 Απριλίου 2022, αλλά δεν έχει επιτευχθεί ακόμη καμία συμφωνία. Στο μεσοδιάστημα και άλλες χώρες πιέζουν την Επιτροπή να επαναδιαπραγματευτεί τις συμβάσεις. Νωρίτερα αυτό το μήνα, η Βουλγαρία, η Λιθουανία και η Ουγγαρία απαίτησαν από την Επιτροπή να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους για την προμήθεια των εμβολίων COVID-19 που κατασκευάζει η Pfizer. Οι υπουργοί Υγείας των τεσσάρων χωρών κατέθεσαν κοινό αίτημα κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου της ΕΕ στις 14 Μαρτίου. Σε αυτή τονίζεται η ανάγκη για νέες ευκαιρίες σχετικά με «τις πληρωμές για τη μη παράδοση, τη μείωση του αριθμού των δόσεων που συμφωνήθηκαν ή να αναλάβει η ίδια την πρωτοβουλία και να αγοράσει πλεονάζοντα εμβόλια από τα κράτη μέλη για να τα δωρίσει σε περιοχές που έχουν ανάγκη».
Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Ιταλίας, στην οποία αναλογούν 61,1 εκατομμύρια δόσεις βάσει της συμφωνίας με την ΕΕ. Με τη μείωση της απορρόφησης από τους Ιταλούς, οι αχρησιμοποίητες δόσεις θα φθάνουν ενδεχομένως τα 173 εκατομμύρια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βρίσκονται σήμερα σε απόθεμα. Όλα αυτά είναι πιθανό να κοστίσουν στη χώρα περίπου 3 δισεκατομμύρια ευρώ. Εκτιμάται μάλιστα στις χώρες-κράτη ότι η σπατάλη δισεκατομμυρίων δημόσιου χρήματος θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα αίσθημα δυσαρέσκειας προς τις μελλοντικές εκστρατείες εμβολιασμού. Χαρακτηριστικό είναι ότι στη Γερμανία, ο υπουργός Υγείας Karl Lauterbach ανακοίνωσε στα μέσα Δεκεμβρίου ότι 160 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων που έχουν ήδη παραγγελθεί για το 2023 και το 2024 δεν θα χρειαστούν, καθώς η ζήτηση είναι μικρότερη από την προβλεπόμενη και πολλές από αυτές βρίσκονται ακόμη σε απόθεμα.
Για το θέμα ο Αυστριακός υπουργός Υγείας Johannes Rauch κάλεσε πρόσφατα την Επιτροπή να αυξήσει κατά πολύ την πίεση στους παραγωγούς εμβολίων. Με δεδομένα τα κέρδη από την πανδημία και τώρα πρέπει να βρεθεί μια νέα λύση, όπως δήλωσε ο ίδιος στους δημοσιογράφους πριν από τη συνάντηση των υπουργών Υγείας της ΕΕ την περασμένη εβδομάδα. Άξιο αναφοράς είναι ότι η Αυστρία τάσσεται υπέρ μιας λύσης μέσω διαπραγματεύσεων αντί της μονομερούς λήξης των συμβάσεων.
Προβληματισμός επικρατεί και στην Ισπανία καθώς το υπουργείο Υγείας της χώρας και οι περιφέρειες υπολογίζεται ότι έχουν οδηγήσει στον κάλαθο των αχρήστων μέχρι στιγμής περισσότερες από 6 εκατομμύρια δόσεις COVID-19 επειδή είχαν λήξει, σύμφωνα με τα ισπανικά μέσα ενημέρωσης. Επίσημα, η Γαλλία εξέφρασε τη συνεχή υποστήριξή της προς την Επιτροπή και το τρέχον σύστημα κοινής προμήθειας των εμβολίων COVID-19.
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ