Τη δημιουργία ενός ειδικού ταμείου για τον Καρκίνο με έσοδα από τους λεγόμενους “φόρους αμαρτίας” προτείνει μέσω του Virus ο Κώστας Αθανασάκης, επίκουρος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Όπως αποκαλύπτει, ενώ τα κακοήθη νεοπλάσματα στη χώρα μας αντιστοιχούν στο 20% του συνολικού φορτίου νοσηρότητας, απορροφούν μόλις το 9,5% της δημόσιας δαπάνης για την υγεία. Ως αποτέλεσμα, το 10% των νοικοκυριών υφίστανται καταστροφικές δαπάνες υγείας, οι οποίες συνήθως αφορούν πάσχοντα από καρκίνο.
Η πρόταση της ερευνητικής ομάδας του κ. Αθανασάκη αφορά τη στοχευμένη αξιοποίηση «φόρων αμαρτίας» σε αγαθά όπως ο καπνός, το αλκοόλ και προϊόντα με υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι και ζάχαρη, τα οποία έχουν τεκμηριωμένη αρνητική επίδραση στην επίπτωση του καρκίνου. Με την αξιοποίηση του συγκεκριμένου εργαλείου, θα μπορούσαν να διοχετευθούν στη διαχείριση του καρκίνου επιπλέον περίπου 440 εκατ. ευρώ. Συνυπολογίζοντας την τρέχουσα δημόσια δαπάνη για την ογκολογική φροντίδα, ο αρχικός προϋπολογισμός του Εθνικού Ταμείου για τον Καρκίνο θα μπορούσε να ανέλθει σε περίπου 1,5 δισεκ. ευρώ!
Πρόκειται για μία επιστημονική μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας που επιχειρεί να απαντήσει με καινοτόμα εργαλεία στην επιτακτική πρόκληση της υποχρηματοδότησης του συστήματος υγείας γενικότερα, αλλά και πιο ειδικά της ογκολογικής φροντίδας στην Ελλάδα, ώστε να ανταποκριθούμε έγκαιρα και συντεταγμένα σε αυτή τη διαρκώς διογκούμενη απειλή.
Ο καρκίνος αποτελεί την πιο συχνή αιτία θανάτου στη χώρα μας αμέσως μετά τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Καταγράφουμε κάθε χρόνο περί τα 67.000 νέα κρούσματα και 32.000 θανάτους, όμως ακόμη πιο ανησυχητική είναι η τεκμηριωμένη εκτίμηση της επιστημονικής κοινότητας ότι ο καρκίνος θα καταλάβει την πρώτη θέση μεταξύ των νοσημάτων, σε όρους θνησιμότητας, την επόμενη δεκαετία.
Αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για μία πρόκληση δημόσιας υγείας, με αυξανόμενο φορτίο όχι μόνο για το υγειονομικό μας σύστημα, αλλά συνολικά για το κράτος, για την κοινωνία, για κάθε οικογένεια. Μπορούμε να αναχαιτίσουμε την τάση αυτή; Η απάντηση είναι σαφώς καταφατική με την προϋπόθεση ότι θα επενδύσουμε συστηματικά πόρους σε μία ολιστική στρατηγική σε όλα τα στάδια της ογκολογικής φροντίδας από την πρόληψη και τον προσυμπτωματικό έλεγχο, στη θεραπεία και τις καινοτόμες τεχνολογίες, καθώς και στην κοινωνική υποστήριξη και την ανακουφιστική φροντίδα.
Είναι αλήθεια ότι το σύστημα υγείας στην Ελλάδα εμφανίζει διαχρονικές στρεβλώσεις ως προς το πρότυπο διαμόρφωσης της δαπάνης υγείας, σε σύγκριση με τις χώρες της ΕΕ. Μεταξύ αυτών διακρίνονται η σημαντική συμβολή της ιδιωτικής δαπάνης, ως τμήμα της συνολικής δαπάνης για την υγεία, ζήτημα το οποίο δημιουργεί υψηλούς κινδύνους καταστροφικών δαπανών και ανισοτήτων στην πρόσβαση, οι στρεβλώσεις στον τομέα του φαρμάκου, όπου οι υπερβάσεις πλέον αποτελούν μείζον θέμα και απειλούν τη βιωσιμότητα του συστήματος και την πρόσβαση σε νέες θεραπείες, αλλά και η υστέρηση της χρηματοδότησης της πρόληψης, όπου μόλις το 1,4% των δαπανών υγείας απορροφώνται σε προγράμματα πρόληψης και 2% στη μακροχρόνια φροντίδα. Δυστυχώς, το δίκτυο ανακουφιστικής φροντίδας στην Ελλάδα παραμένει αποσπασματικό, ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις περισσότεροι από 120.000 ασθενείς έχουν ανάγκη από τέτοιου είδους υπηρεσίες.
Όμως συγκεκριμένα στην περίπτωση του καρκίνου η κατάσταση εμφανίζεται δυσχερέστερη. Σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας το 2018, ενώ τα κακοήθη νεοπλάσματα στη χώρα μας αντιστοιχούν στο 20% του συνολικού φορτίου νοσηρότητας, απορροφούν μόλις στο 9,5% της δημόσιας δαπάνης για την υγεία. Ως αποτέλεσμα, το 10% των νοικοκυριών υφίστανται καταστροφικές δαπάνες υγείας, οι οποίες συνήθως αφορούν πάσχοντα από καρκίνο.
Η απάντηση σε αυτή την αναντιστοιχία υποχρηματοδότησης δεν μπορεί ασφαλώς να είναι απλά μία διαφορετική κατανομή των ήδη ανεπαρκών πόρων υπέρ της μίας και σε βάρος κάποιας άλλης χρόνιας πάθησης. Μία βιώσιμη απόκριση προϋποθέτει επιπλέον δημόσιο προϋπολογισμό, ο οποίος θα επιτρέψει μία συνολική αλλαγή της αρχιτεκτονικής της ογκολογικής φροντίδας με επένδυση σε όλα τα στάδιά της. Αυτή είναι η βάση στην οποία δομήσαμε τη συγκεκριμένη μελέτη.
Η πρότασή μας αυτή εδράζεται σε συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, οι οποίες έχουν εκδοθεί εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία. Αφορά στη στοχευμένη αξιοποίηση «φόρων αμαρτίας» σε αγαθά όπως ο καπνός, το αλκοόλ και προϊόντα με υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι και ζάχαρη, τα οποία έχουν τεκμηριωμένη αρνητική επίδραση στην επίπτωση του καρκίνου και με σκοπό τη συγχρηματοδότηση όλων των σταδίων της ογκολογικής φροντίδας.
Η δημόσια δαπάνη υγείας στην Ελλάδα υστερεί κατά περίπου 2% του ΑΕΠ σε σχέση με το μέσο όρο των ανεπτυγμένων χωρών του ΟΟΣΑ. Αν αποφασίσουμε να αυξήσουμε τον προϋπολογισμό αυτό με την αξιοποίηση και του συγκεκριμένου εργαλείου, περίπου 440 εκατ. ευρώ θα μπορούσαν να διοχετευθούν επιπλέον στη διαχείριση του καρκίνου. Συνυπολογίζοντας την τρέχουσα δημόσια δαπάνη για την ογκολογική φροντίδα, ο αρχικός προϋπολογισμός του Εθνικού Ταμείου για τον Καρκίνο θα μπορούσε να ανέλθει σε 1,5 δισεκ. ευρώ περίπου και θα καλύπτει το σύνολο του χρονικού συνεχούς της νόσου, αλλά και την αυξανόμενη ανάγκες πρόσβασης σε νέες, καινοτόμες ογκολογικές θεραπείες.
Μέσω της πολιτικής αυτής επιτυγχάνεται ένα κρίσιμο τρίπτυχο. Πρώτον, το φορολογικό σύστημα λειτουργεί «παιδευτικά» μέσω μίας μορφής «συνυπευθυνότητας» αγαθών που επιβαρύνουν την επίπτωση του καρκίνου στη χρηματοδότηση της πρόληψης και θεραπείας του, η οποία μπορεί να συνδυαστεί με τη θέσπιση μειωμένων φόρων («φόρων αρετής») για την προαγωγή πιο υγιεινών καταναλωτικών συμπεριφορών. Επιτρέψτε μου όμως να αναδείξω και την ισχυρή συμβολική διάσταση του μέτρου, καθώς συνιστά μία έμπρακτη έκφραση αλληλεγγύης της κοινωνίας προς μία από τις πλέον ευάλωτες ομάδες συμπολιτών μας, τους χρόνιους ασθενείς που αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν μία απειλητική για τη ζωή νόσο και έχουν ανάγκη από δωρεάν και ποιοτικές υπηρεσίες υγείας, καθώς και σύγχρονες, αποτελεσματικές θεραπείες. Τρίτον, μέσω του Εθνικού Ταμείου Καρκίνου θα απελευθερωθεί πολύτιμος δημοσιονομικός χώρος συνολικά για το σύστημα υγείας με τελικό ωφελούμενο όχι μόνο τους καρκινοπαθείς και τις οικογένειές τους, αλλά συνολικά όλους τους ασθενείς και πολίτες.
Μία πολιτική δημόσιας υγείας μεγιστοποιεί την πιθανότητα επιτυχίας της όταν δομείται στη βάση της κοινωνικής αποδοχής και το ίδιο ισχύει ακόμη και για τη χρηματοδότησή της. Συνεπώς, συμφωνούμε απολύτως ότι η συγκεκριμένη πρόταση οφείλει να τεθεί σε ενδελεχή δημόσιο διάλογο και να αναδειχθούν με τεκμηριωμένο τρόπο η σκοπιμότητα, τα πλεονεκτήματα και τα ρίσκα που τη συνοδεύουν.
Οι αυξημένοι φορολογικοί συντελεστές συνιστούν ως επί το πλείστον μία αντιδημοφιλή πολιτική, ιδιαίτερα όταν ο φορολογούμενος δεν διακρίνει μία ξεκάθαρη προστιθέμενη αξία και επιστροφή από την οικονομική συνεισφορά του. Όμως ισχύει και το αντίστροφο. Όταν ένα φορολογικό μέτρο συνδέεται με τη χρηματοδότηση ενός σκοπού με υψηλή κοινωνική αξία, τότε γίνεται πιο εύκολα αποδεκτό. Για παράδειγμα, σε έρευνα που διενεργήσαμε το 2012 στην καρδιά της οικονομικής ύφεσης, ένα σταθμισμένο δείγμα του πληθυσμού ρωτήθηκε αν θα συμφωνούσε να θεσπιστεί ένας φόρος για τη συγχρηματοδότηση του ΕΟΠΥΥ και συνεπώς του υγειονομικού συστήματος. Περίπου 3 στους 4 συμμετέχοντες απάντησαν θετικά, ακριβώς γιατί διέκριναν ένα απτό όφελος στο αφήγημα που συνόδευε το προτεινόμενο μέτρο.
Συνεπώς και για να απαντήσω ευθέως στο ερώτημά σας, φαίνεται ότι υπάρχει μία θετικά προσκείμενη κοινωνική βάση για να συζητήσουμε την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου στην Ελλάδα και να το συνδέσουμε με μία από τις κρίσιμες προκλήσεις δημόσιας υγείας όπως η αντιμετώπιση του καρκίνου, ένα πεδίο που πληροί μία σειρά από κριτήρια όπως η τεκμηριωμένη ανάγκη, η κλιμακούμενη αύξηση του φορτίου νοσηρότητας και κόστους διαχείρισης, καθώς και οι πολυεπίπεδες κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις της νόσου.
Η πρωτοβουλία του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας αποτελεί αν θέλετε ένα έναυσμα ενίσχυσης του δημόσιου και επιστημονικού διαλόγου στην Ελλάδα για το συγκεκριμένο θέμα.
Ο οδικός χάρτης που προτείνουμε για τη θέσπιση ενός Ειδικού Ταμείου για τον Καρκίνο μέσω των «φόρων αμαρτίας» και η συνεργασία με τη βιοφαρμακευτική εταιρεία Bristol Myers Squibb που υποστήριξε το έργο, δεν επιχειρεί να περιχαρακώσει ή να προκαταβάλει πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες, αντίθετα επιδιώκει να τις διευκολύνει και να τις προάγει, παρέχοντας τεκμηρίωση, εκτίμηση κόστους και οφέλους, καθώς και δοκιμασμένες πρακτικές βέλτιστης εφαρμογής σε χώρες του εξωτερικού.
Από εκεί και πέρα, η υιοθέτηση και εφαρμογή του μέτρου προϋποθέτει να διευρύνουμε το σχετικό διάλογο με όλο το φάσμα των εταίρων, την πολιτεία, την επιστημονική κοινότητα, τους συλλόγους ασθενών, την κοινωνία των πολιτών, ακόμη και την επιχειρηματικότητα. Μία τέτοια συμμαχία θα μπορέσει να εγγυηθεί όχι μόνο την επιτυχή έκβαση της συγκεκριμένης πρακτικής, αλλά συνολικά μία επαρκώς χρηματοδοτούμενη εθνική στρατηγική για τον καρκίνο στην Ελλάδα.
Δευθυντής Σύνταξης, virus.com.gr & Pharma Health Business magazine
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ