Κρίσιμα ερωτήματα γεννούν οι επιλογές της κυβέρνησης με τα φάρμακα κατά της covid-19. Εδώ και λίγες εβδομάδες, χορηγείται το χάπι molnupiravir της MSD, το οποίο όμως δεν έχει λάβει έγκριση ακόμη από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων και έχει αποτελεσματικότητα μόλις 30%, ενώ από την άλλη, για το χάπι της Pfizer που έχει εγκριθεί και διαθέτει αποτελεσματικότητα 90%, ακόμη δεν έχει οριστικοποιηθεί η συμφωνία για την προμήθειά του!
Πληροφορίες μου αναφέρουν ότι, έπειτα από καθυστέρηση αρκετών εβδομάδων, οι επαφές με τη Pfizer έχουν εισέλθει στην τελική ευθεία. Αν όλα εξελιχθούν ομαλά και “πέσουν” οι τελικές υπογραφές τις επόμενες μέρες, τότε το χάπι της αμερικανικής εταιρείας με την ονομασία Plaxovid μπορεί να γίνει διαθέσιμο για τους Έλληνες ασθενείς μέχρι τις 15-20 Μαρτίου.
Ωστόσο, τέλμα επικρατεί σε ότι αφορά το πρωτοποριακό συνδυασμό μονοκλωνικών αντισωμάτων (tixagevimab / cilgavimab), που έχει αναπτύξει η AstraZeneca. Είναι η πρώτη θεραπεία, η οποία θα μπορεί να δοθεί προφυλακτικά σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα (προτού δηλαδή μολυνθεί κάποιος και βγει θετικό το τεστ) και είναι η μοναδική που είναι αποτελεσματική και έναντι της Όμικρον!
Όμως, ενώ άλλες χώρες έχουν ξεκινήσει προπαραγγελίες από το Δεκέμβριο, η χώρα μας δεν έχει κάνει καμία κίνηση. Μάλιστα, πληροφορούμαι ότι έληξε η προθεσμία που είχε η θυγατρική στην Ελλάδα για προδέσμευση συγκεκριμένων ποσοτήτων. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν σήμερα η ελληνική κυβέρνηση ζητήσει από την εταιρεία να προχωρήσουν σε διαπραγμάτευση, τότε είναι ορατός ο κίνδυνος η εταιρεία να μην μπορεί να παραδώσει άμεσα.
Σημειώνω εδώ ότι, σε αντίθεση με τα χάπια, τα μονοκλωνικά αντισώματα έχουν πολύ πιο δύσκολη και χρονοβόρα παραγωγή. Γι’ αυτό, και η AstraZeneca είχε ξεκινήσει τις επαφές με όλες τις χώρες της Ε.Ε. από τα τέλη Νοεμβρίου, αμέσως μόλις οι μελέτες έδειξαν θετικά αποτελέσματα. Έτσι, αρκετές χώρες, όπως Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία κλπ έχουν ήδη προπαραγγείλει συγκεκριμένες ποσότητες και προφανώς θα έχουν άμεση προτεραιότητα στις παραδόσεις.
Άξιο λόγου είναι ακόμη ότι ενώ η κυβέρνηση δεν έχει κινηθεί για να παραγγείλει τα μονοκλωνικά, η θεραπεία έχει ενταχθεί στον επικαιροποιημένο θεραπευτικό αλγόριθμο ενήλικων μη-νοσηλευόμενων ασθενών, που εκδόθηκε στις 14 Φεβρουαρίου από την Ελληνική Εταιρεία Λοιμώξεων. Ειδικότερα, η θεραπεία με tixagevimab / cilgavimab συστήνεται για εξω-νοσοκομειακό ασθενή χωρίς τρέχουσα λοίμωξη από τον SARS-CoV-2 και χωρίς γνωστή, πρόσφατη έκθεση στον SARS-CoV-2, αλλά με σοβαρή ανοσοκαταστολή, που δεν του επιτρέπει να αναπτύξει ανοσιακή απάντηση στον εμβολιασμό ή δεν μπορεί να εμβολιαστεί για ιατρικούς λόγους.
Πάντως, υπάρχει ένα μεγάλο ελαφρυντικό για την κυβέρνηση: Το molnupiravir της MSD (Merck στις ΗΠΑ) ήταν πιο προχωρημένο στις κλινικές δοκιμές και αναμένονταν να λάβει έγκριση από τις ρυθμιστικές αρχές πολύ νωρίτερα. Φαίνεται λοιπόν ότι η κυβέρνηση προχώρησε νωρίς σε προπαραγγελίες του φαρμάκου, αναμένοντας ότι θα εξελιχθεί ομαλά η έγκριση. Όμως, αυτό δεν συνέβη και τελικά, το Plaxovid της Pfizer έλαβε ταχύτερα έγκριση, ενώ για το molnupiravir ισχύει μόνο σύσταση για επείγουσα χρήση.
Εικάζω εύλογα λοιπόν ότι η κυβέρνηση μπορεί να καθυστέρησε τις παραγγελίες του Plaxovid για να χρησιμοποιηθούν οι παραληφθείσες ποσότητες του molnupiravir. Διότι αν είναι διαθέσιμα και τα δύο φάρμακα, ποιος γιατρός και ασθενής θα διαλέξει ένα φάρμακο με αποτελεσματικότητα 30%, έναντι ενός άλλου με 90%; Πόσο μάλιστα όταν το πρώτο δεν έχει λάβει ακόμη έγκριση;
Ήδη, αρκετοί ασθενείς αρνούνται να υπογράψουν τη σχετική συγκατάθεση για τη λήψη ενός φαρμάκου, που δεν διαθέτει έγκριση από τον ΕΜΑ. Εδώ προκύπτει και ένα άλλο σοβαρό ερώτημα:
Πέρσι, όταν η κυβέρνηση δεχόταν κριτική από το ΣΥΡΙΖΑ για το γεγονός ότι καθυστερούσε να χορηγήσει μονοκλωνικά αντισώματα, ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Υγείας Βασίλης Κοντοζαμάνης απαντούσε εύλογα ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να χορηγήσει φάρμακα, που δεν έχουν εγκριθεί από τον ΕΜΑ. Και ότι μόλις εγκριθούν, τότε θα έλθουν, όπως κι έγινε. Φάσκει και αντιφάσκει η κυβέρνηση λοιπόν…
Έπειτα από όλα αυτά, να “κάνουμε το σταυρό μας” που η προμήθεια των εμβολίων έγινε με κεντρική διαπραγμάτευση από την Ε.Ε. και η διανομή τους έγινε αναλογικά με τον πληθυσμό κάθε χώρας. Διότι με την προμήθεια των φαρμάκων, που γίνεται με παραγγελίες από κάθε χώρα ξεχωριστά, η ελληνική κυβέρνηση δείχνει να μην μπορεί να διαχειριστεί την κατάσταση με αποτελεσματικότητα.
Δευθυντής Σύνταξης, virus.com.gr & Pharma Health Business magazine
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ