Λιγότερες πιθανότητες γέννησης ενός λιποβαρούς παιδιού υπάρχουν στην χώρα μας σε σχέση με τα παγκόσμια δεδομένα. Μάλιστα, ο αριθμός, συνήθως των πρόωρων μωρών, με χαμηλό βάρος στην Ελλάδα έχει μειωθεί, βελτιώνοντας την θέση της χώρα μας στην παγκόσμια κλίμακα των αδύναμων νεογνών.
Το μικρότερο βάρος απασχολεί τους ειδικούς, καθώς συνδέεται με τη θνησιμότητα των νεογέννητων, αφού μεγαλύτερο ποσοστό από το 80% των μωρών που δεν επιβιώνουν κατά τη γέννα ή λίγο μετά, ήταν κάτω των 2,5 κιλών. Ακόμη, τα λιποβαρή βρέφη συντρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν αναπτυξιακά προβλήματα ή άλλα προβλήματα υγείας, όπως είναι ο διαβήτης και οι καρδιαγγειακές παθήσεις.
Συγκριμένα, σε παγκόσμιο επίπεδο ένα στα επτά μωρά γεννιούνται με χαμηλότερο σωματικό βάρος από το κανονικό. Ανησυχητικό είναι ότι το ποσοστό έχει λάβει την ανιούσα συγκρίνοντας με παλαιότερα αριθμητικά δεδομένα, καθώς σήμερα φθάνει στο 15%, σύμφωνα με την έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet Global Health», η οποία προκαλεί σκεπτικισμό στον ιατρικό κόσμο.
Η έρευνα διεξήχθη από ερευνητές της London School of Hygiene & Tropical Medicine (Σχολής Υγιεινής & Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου), της Unicef και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, υπό την επιστημονική επίβλεψη της καθηγήτριας στο προαναφερόμενο ίδρυμα, Hannah Blencowe. Οι ερευνητές πήραν δείγμα από 148 χώρες και άντλησαν στοιχεία από περισσότερους από 281 εκατομμύρια τοκετούς.
Αναλυτικότερα, εκτιμάται ότι 20,5 εκατομμύρια μωρά γεννιούνται ετησίως στον κόσμο ζυγίζοντας λιγότερο από 2,5 κιλά, η συντριπτική πλειοψηφία αυτών πρώτη φορά βλέπουν το φως της ζωής σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Το φαινόμενο σχετίζεται με κοινωνικές παραμέτρους όπως η φτώχεια στην Ασία και την Αφρική. Στις περιπτώσεις της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης, η πλειοψηφία των γεννήσεων λιποβαρών μωρών οφείλεται σε προγραμματισμένους πρόωρους τοκετους όπως ακόμη σε εφηβικές κυήσεις και καισαρικές τομές.
Πιο θετικές ενδείξεις υπάρχουν για την Ελλάδα, αφού τα νεογέννητα έως 2,5 κιλά είναι σχεδόν το 9% του συνόλου, δηλαδή ένα στα 11 παιδιά περίπου. Ελπιδοφόρο είναι ότι στην χώρα μας το ποσοστό των μωρών χαμηλού βάρους έχει μειωθεί έστω και λίγο από το 9% το 2000 στο 8,7% το 2015. Η Ελλάδα έρχεται τη τελευταία τετραετία στην 36η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, από την 46η το 2000.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η εξέλιξη της μείωσης του φαινομένου πραγματοποιείται με βραδείς ρυθμούς και στις περιπτώσεις των ανεπτυγμένων χωρών όπως είναι η Βρετανία (ποσοστό μωρών χαμηλού βάρους 7%), η Αυστραλία (6,5%) και οι ΗΠΑ (8%), ενώ στη Σουηδία το ποσοστό είναι μόνο 2,4%, Η μείωση αυτή αναλογεί σε ποσοστά των λιποβαρών μωρών μόνο 0,01% ετησίως κατά μέσο όρο.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ