Σημαντικά ερωτήματα αναφορικά με τον τρόπο λήψης των κλινικών αποφάσεων και της άσκησης πολιτικής στο φάρμακο με γνώμονα την αξία, εγείρει έρευνα που δημοσιεύει το έγκυρο επιστημονικό περιοδικό JAMA Oncology και την οποία υπογράφει και ο γνωστός Καθηγητής του LSE, Ηλίας Μόσιαλος.
Η έρευνα μελετά τη θεραπευτική αξία όλων των αντικαρκινικών φαρμάκων που εγκρίθηκαν από την Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA), μεταξύ του 2003 και του 2015. Τα ερωτήματα των επιστημόνων αφορούν στη συνολική επιβίωση, στην ποιότητα ζωής και στην ασφάλεια 53 νέων μοριακών οντοτήτων με πρωταρχική ένδειξη την Ογκολογία, που αξιολογήθηκαν από τους αγγλικούς, τους γαλλικούς ή τους αυστραλιανούς φορείς HTA μέχρι το Μάιο του 2015 (συνολικά ήταν 62).
Από τη συγκριτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των εν λόγω θεραπειών προκύπτει πως:
Σύμφωνα με την έρευνα, εκεί όπου το όφελος της συνολικής επιβίωσης θα μπορούσε να ποσοτικοποιηθεί, όλα τα νέα φάρμακα κατά του καρκίνου συσχετίστηκαν με μέση συνολική αύξηση της συνολικής επιβίωσης για 3.43 (0.63) μήνες, κατά τη διάρκεια των θεραπειών που ήταν διαθέσιμα το 2003. Η βελτίωση της συνολικής επιβίωσης που σχετίστηκε με τα φάρμακα ήταν, ωστόσο, ευρέως κατανεμημένη σε όλους τους θεραπευτικούς στόχους, και κυμαίνονταν μεταξύ 0 (θυρεοειδής, ασκίτης) και 8,48 μηνών (καρκίνος μαστού) – και σε ορισμένες περιπτώσεις βασίζονταν στα πρότυπα δεδομένα, σε έμμεσες ή αδρανείς συγκρίσεις ή μη έγκυρα αποδεικτικά στοιχεία.
Αν και τα 22 (42%) από τα 53 νέα φάρμακα σχετίστηκαν με αύξηση της ποιότητας ζωής, τα 24 (45%) επίσης σχετίστηκαν με μειωμένη ασφάλεια των ασθενών.
Δηλαδή, από τα 53 νέα φάρμακα κατά του καρκίνου, τα 42 (79%) σχετίστηκαν με τουλάχιστον κάποια βελτίωση στο λειτουργικό σύστημα, την ποιότητα ζωής ή την ασφάλεια.
Κατά συνέπεια, υπάρχει έλλειψη αποδείξεων για τον αντίκτυπο των νέων αδειοδοτηθέντων αντικαρκινικών φαρμάκων. «Τα προστιθέμενα οφέλη των νέων αντικαρκινικών φαρμάκων ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ και εντός των θεραπευτικών ενδείξεων και μπορεί να βασίζονται σε πρότυπα δεδομένα, έμμεσες ή αδρανείς συγκρίσεις ή μη έγκυρα αποδεικτικά στοιχεία» τονίζουν σχετικά οι υπογράφοντες την έρευνα.
Η πληροφορία αυτή θα μπορούσε – εάν υπήρχε – να υποστηρίξει την κλινική πρακτική και να προωθήσει την αξία στη λήψη αποφάσεων στην αγορά της ογκολογίας.
Συνεπώς, «αν και η καινοτομία στην αγορά των ογκολογικών φαρμάκων έχει συμβάλει στη βελτίωση της θεραπείας, το μέγεθος και η διάσταση του κλινικού οφέλους ποικίλλει ευρέως και μπορεί να υπάρχουν λόγοι για να αμφιβάλλει κανείς ότι οι ισχυρισμοί περί αποτελεσματικότητας αντανακλούν με ακρίβεια την πραγματικότητα» συμπεραίνουν οι ερευνητές.
Διαπιστευμένη δημοσιογράφος στο Υπουργείο Υγείας. Διπλωματούχος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών. Τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ και του ΟΕΕ.
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ