Της Δήμητρας Διδαγγέλου, Δημοσιογράφου – Ψυχολόγου MSc Ψυχολογία & Μ.Μ.Ε.
«Το μεγάλο μυστικό που μοιράζονται όλοι οι ηλικιωμένοι είναι ότι, στην πραγματικότητα, δεν έχεις αλλάξει καθόλου μετά από 70 ή 80 χρόνια. Το σώμα σου αλλάζει, αλλά εσύ δεν αλλάζεις καθόλου. Και αυτό φυσικά προκαλεί μεγάλη σύγχυση.» Doris Lessing, Βρετανίδα συγγραφέας (Νόμπελ 2007)
Η ταξινόμηση σχετικά με την τρίτη ηλικία διαφέρει από χώρα σε χώρα και από εποχή σε εποχή, αντανακλώντας σε πολλές περιπτώσεις τις διαφορές των κοινωνικών τάξεων ή τη λειτουργική ικανότητα που συνδέεται με το εργατικό δυναμικό. Πιο συχνά όμως, σχετίζεται με την τρέχουσα πολιτική και οικονομική κατάσταση. Πολλές φορές, ο ορισμός είναι συνδεδεμένος με την ηλικία συνταξιοδότησης, η οποία σε μερικές περιπτώσεις είναι μικρότερη για τις γυναίκες και μεγαλύτερη για τους άντρες. (Thane, 1978).
Τυπικά, ηλικιωμένος θεωρείται κάποιος όταν έχει περάσει τα 65 έτη της ζωής του. Στη γηριατρική χρησιμοποιείται μια ταξινόμηση, σύμφωνα με την οποία υπάρχουν οι Νέοι 3ης ηλικίας, οι Μεσήλικες 3ης ηλικίας και οι Υπέργηροι 3ης ηλικίας. Πολλές φορές, όμως, τα όρια δεν είναι ευδιάκριτα με βάση τη χρονολογική ηλικία.
Τα τελευταία χρόνια η τρίτη ηλικία ολοένα και περισσότερο αποσυνδέεται από την αντίληψη ότι το άτομο μπαίνει σε μια περίοδο της ζωής του που δεν είναι παραγωγική και δημιουργική. Πλέον, η ώριμη ηλικία δεν συνδέεται απαραίτητα με την παραίτηση από τη ζωή, τη μοναξιά ή τη μη λειτουργικότητα.
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός πως η συγκεκριμένη χρονική περίοδος μπορεί να συνοδεύεται από προβλήματα που σχετίζονται τόσο με αλλαγές στην καθημερινότητα όσο και στην υγεία.
Η συνταξιοδότηση μπορεί να είναι ένα αγχογόνο γεγονός, καθώς συνοδεύεται συνήθως από μείωση των οικονομικών απολαβών και αλλαγές στην κοινωνική ζωή. Όλα φαίνεται πως αλλάζουν: οι καθημερινές συνήθειες, ο ρόλος του ατόμου στην οικογένεια και στον κοινωνικό του περίγυρο, ακόμη και το τρόπος που συστήνεται. Συμβαίνει, δηλαδή, μια αλλαγή στον ορισμό της ταυτότητάς του, τόσο εξωτερική όσο και εσωτερική.
Συγχρόνως, μπορεί να εμφανιστούν προβλήματα υγείας, τα οποία απαιτούν επιπρόσθετες οικονομικές δαπάνες, περιορίζουν τις δραστηριότητες κι επηρεάζουν την ποιότητα της ζωής του ατόμου και της οικογένειάς του ή όσων έχουν αναλάβει τη φροντίδα του.
Όλα τα παραπάνω μπορούν να γίνουν αίτια εμφάνισης ψυχολογικών προβλημάτων. Η κατάθλιψη και το άγχος είναι συνηθισμένα φαινόμενα σε ηλικίες άνω των 65 χρόνων. Μάλιστα, η κατάθλιψη σ’ αυτό τον πληθυσμό συνδέεται με αναπηρίες, αυξημένη θνησιμότητα και αποτελέσματα πιο δυσοίωνα από εκείνα των φυσικών ασθενειών. Πολλές φορές δεν είναι εύκολο να γίνει η διάγνωση και δεν παρέχεται η απαραίτητη φροντίδα. Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού για την Υγεία (ΠΟΥ), το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων που αυτοκτονούν είναι άνω των 65 χρόνων, εκ των οποίων οι περισσότεροι έχουν κατάθλιψη (Manthorpe, Ιliffe,2010).
Στο ερώτημα τι μπορεί να γίνει για να βοηθηθούν τα άτομα αυτήν των ηλικιών υπάρχει απάντηση και μπορούν να βρεθούν λύσεις.
Είναι ήδη γνωστό, πόσο σημαντική είναι η συνεισφορά του οικογενειακού περιβάλλοντος και η στήριξη που μπορεί να παρέχει σε κάποιον ηλικιωμένο. Αυτή όμως θα πρέπει να γίνεται διακριτικά και αφήνοντας περιθώρια στον ηλικιωμένο για ανεξαρτησία και αίσθηση ελέγχου της ζωής του. Ο χώρος για αυτονομία είναι ζωτικής σημασίας, καθώς ενισχύει την καλή ψυχολογία και αποτρέπει το άτομο από την παραίτηση.
Εξίσου αποτελεσματική είναι και η συμμετοχή σε κοινωνικές δραστηριότητες. Οι κοινωνικές επαφές κάθε είδους μπορούν να συμβάλλουν στην αύξηση της αυτοπεποίθησης και στην άρση του αισθήματος της απομόνωσης και της μοναξιάς, που πολλές φορές διακατέχει τα άτομα τρίτης ηλικίας.
Επίσης, σωτήρια μπορεί να αποδειχτεί η επίσκεψη σε κάποιον ειδικό, καθώς και η ψυχοθεραπεία. Πολλές φορές μπορεί να υπάρξει και συνδυασμός με κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Πλέον η επιστήμη έχει κάνει πολλά και σημαντικά βήματα τόσο στον τομέα της θεραπείας, όσο και της πρόληψης.
Ακόμη, τελευταία γίνεται πολύς λόγος για το ρόλο της διατροφής και των ειδικών συμπληρωμάτων. Μπορεί να χρειαστεί ν’ ακολουθηθεί συγκεκριμένη δίαιτα που θα συσταθεί από ειδικό με βάση τις ανάγκες του οργανισμού του ατόμου. Το ίδιο σημαντική είναι και η σωματική άσκηση. Η ήπιας μορφής γυμναστική και η σωματική δραστηριότητα εκτός από τα γνωστά οφέλη που έχουν για τον οργανισμό, μπορεί να συντελέσουν στην καλή ψυχολογία, καθώς αυξάνει το αίσθημα της ευεξίας και της ζωντάνιας. Επίσης, αυξάνουν τα επίπεδα της σεροτονίνης και των ενδορφινών, ορμονών που σχετίζονται με την καλή διάθεση.
Επιπρόσθετα, τα τελευταία χρόνια είναι όλο και πιο συχνό τα άτομα της τρίτης ηλικία να συμμετέχουν σε κάποιο πρόγραμμα στο οποίο γίνεται συστηματική χρήση της λογοθεραπείας, της εργοθεραπείας, της πρόκλησης ευχάριστων αναμνήσεων, αλλά και διαφόρων ειδών θεραπείας μέσω της τέχνης, όμως η μουσικοθεραπεία και η εικαστική ψυχοθεραπεία. Ένα ακόμη είδος θεραπείας που χρησιμοποιεί την καλλιτεχνική έκφραση, είναι η θεραπευτική γραφή και σ’ αυτή θα γίνει ιδιαίτερη αναφορά παρακάτω.
Θεραπευτική γραφή
Θεραπευτική γραφή είναι το σκόπιμο και εκ προθέσεως γράψιμο που βασίζεται σε βιωματικές εμπειρίες ζωής για να έχουμε περαιτέρω (επιθυμητά) αποτελέσματα. Οι λέξεις κλειδιά είναι το «σκόπιμο» και το «εκ προθέσεως». Δεν αρκεί πάντα απλά να πιάσουμε ένα μολύβι ή το πληκτρολόγιο και ν’ αρχίσουμε να γράφουμε (Adams, 1999). Χρειάζεται να υπάρχει κάποιος σκοπός και να εφαρμόζονται συγκεκριμένες τεχνικές. Η γραφή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την έκφραση των συναισθημάτων ή και ως συμπληρωματικό εργαλείο στην ψυχοθεραπεία. Αναλόγως με το σκοπό, λέγεται «εκφραστική» ή «θεραπευτική». Για θεραπευτικούς σκοπούς μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις μετατραυματικού στρες, κατάθλιψης, αγχωδών διαταραχών και άλλων ψυχολογικών προβλημάτων, με την καθοδήγηση ειδικά εκπαιδευμένων συμβούλων, ψυχολόγων ή ψυχοθεραπευτών.
Το γράψιμο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για να θεραπευτούμε και να ρίξουμε φως στη ζωή μας. Όταν κάποιος αποτυπώνει στο χαρτί τις σκέψεις του, δίνει διέξοδο στα συναισθήματά του, που προκλήθηκαν από ένα πρόβλημα ή κάποιος γεγονός στη ζωή του, ευχάριστο ή δυσάρεστο. Ακόμη κι αν απλά καταγράφει σημειώσεις, ποίηση, αποφθέγματα ή όνειρα έρχεται πιο κοντά στον πραγματικό του εαυτό. Είναι ένα παράθυρο σε ό,τι έχει σημασία για κάποιον. Μπορεί να φέρει διαύγεια μέσα σ’ ένα κόσμο που μερικές φορές μπορεί να φέρει σύγχυση (Grason, 2005).
Στην εκφραστική και θεραπευτική γραφή, οι λέξεις χρησιμοποιούνται ως μέσο για την έκφραση του εσωτερικού κόσμου και γίνεται καταγραφή των προσωπικών εμπειριών όπως τις βιώνει το άτομο. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος. Ό,τι βρίσκεται θαμμένο ή κολλημένο (π.χ. αντίσταση ή πόνος), αρχίζει να ρέει. Βρίσκει μια διέξοδο και παρουσιάζονται νέες ευκαιρίες (Burch, 2012).
Πρωτοπόρος στο χώρο της θεραπευτικής γραφής είναι ο Dr. Ira Progoff, ενώ στην επιστημονική έρευνα σ’ αυτό το πεδίο έχει συμβάλλει ιδιαίτερα ο Dr. James Pennebaker. Ο τελευταίος, έχει επικεντρωθεί κυρίως στη μελέτη της σχέσης της απελευθέρωσης των συναισθημάτων μέσω του γραψίματος με τη βελτίωση της ψυχοφυσιολογικής λειτουργίας του οργανισμού (Pennebaker, 2004).
Ένας από τους βασικούς στόχους της ψυχοθεραπείας είναι να βοηθήσει τα άτομα να κατανοούν καλύτερα τα προβλήματά τους και τις αντιδράσεις τους σ’ αυτά (Rogers, 1980). Η εκφραστική γραφή μπορεί να μας βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς όταν γράφουμε αποστασιοποιούμαστε από τις εμπειρίες μας και μπορούμε να τις δούμε με διαφορετική ματιά.
Είναι μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας ότι όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας θα έρθουμε αντιμέτωποι με μεγαλύτερα ή μικρότερα ζητήματα. Πολλές φορές τα προσπερνάμε γρήγορα και δε δίνουμε στον εαυτό μας τον απαραίτητο χρόνο για να τα επεξεργαστούμε, να δούμε τι επιπτώσεις έχουν σ’ εμάς και στους γύρω μας. Ένας απ’ τους λόγους που πιστεύεται ότι η εκφραστική γραφή είναι αποτελεσματική είναι γιατί λειτουργεί επανορθωτικά (Pennebaker & Chung). Αυτό μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα χρήσιμο για τα άτομα της τρίτης ηλικίας που συνηθίζουν να αναμασούν σκέψεις σχετικά με το παρελθόν.
Ο Ira Progoff αναφέρει χαρακτηριστικά για την εφαρμογή της μεθόδου του, που ονομάζεται «Intensive Journal», πως όταν τα άτομα βρίσκονται σε μια δύσκολη περίοδο και πονούν, δεν περιμένουν να βρουν μέσα τους τόση δύναμη, τρυφερότητα, ευαισθησία, ικανότητα για ενόραση και αρμονία. Όταν κάποιος δουλεύει με τη ζωή του εις βάθος ενεργοποιεί δυνάμεις που δεν γνώριζε ότι είχε. (Progoff, 1992).
Σύμφωνα με την ψυχοθεραπεύτρια και συγγραφέα Kathleen Adams υπάρχουν πολλοί λόγοι για να χρησιμοποιήσει κάποιος την εκφραστική γραφή: – Για ν’ ανακαλύψει το συγγραφέα μέσα του/ της. – Για να κρατά ένα αρχείο με τις αλλαγές στη ζωή του/της. – Για να γνωρίσει διαφορετικά κομμάτια του εαυτού του/της. – Για να έχει ένα πολύτιμο εργαλείο στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία. – Για να βελτιώσει τις σχέσεις του/της. – Για να έχει πρόσβαση στις συνειδητές και ασυνείδητες σκέψεις του/της. – Για να επεξεργάζεται τα όνειρά του/της. – Για ν’ αναπτύξει τη διαίσθησή του/ της. – Για ν’ αυξήσει τη δημιουργικότητά του/της. – Για να βελτιώσει την απόδοσή του στη δουλειά ή τις σπουδές. – Για ν’ αναγνωρίζει του κύκλους και τα μοτίβα που επαναλαμβάνει στη ζωή του/της. (Adams, 1990)
Το να γράφουμε είναι ένας τρόπος για να μιλάμε στον εαυτό μας και τελικά είναι μια πράξη – τι άλλο;- αγάπης προς εμάς (Grason, 2005).
Εκτός όλων των παραπάνω, το γράψιμο μπορεί να ωφελήσει πολύ τα ηλικιωμένα άτομα, καθώς διεγείρει τα κύτταρα του εγκεφάλου τους. Το να καταγράφει κάποιος τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του μπορεί να είναι μια εξαιρετική άσκηση για τη μνήμη. Αναδύονται ιστορίες ξεχασμένες, εμπειρίες ζωής με τους φίλους, τον ή την σύντροφο, τα παιδιά, τα εγγόνια, τους συναδέλφους. Γράφοντας τις αναμνήσεις στο χαρτί μπορεί να τις διαβάζει ξανά και ξανά και μ’ αυτό τον τρόπο να βελτιώνει τη διάθεσή του και κυρίως να αισθάνεται ένα αίσθημα πληρότητας. Πόσο σημαντικό είναι το τελευταίο για κάποιον που βρίσκεται σε μια περίοδο απολογισμού της ζωής του!
Πηγή: Ψυχο-γραφήματα
Υπεύθυνη Σύνταξης στο Virus.com.gr - Αρχισυντάκτρια του περιοδικού Pharma & Health Business
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ