Αισιόδοξη είναι η διεθνής επιστημονική κοινότητα ότι τα εμβόλια θα εκλύουν ισχυρές ανοσολογικές ανταποκρίσεις, ώστε να προστατεύουν από την λοίμωξη COVID-19 και πιθανότατα αυτές να είναι ανώτερες από την προερχόμενες από φυσική λοίμωξη.
Η φυσική ανοσία που επιτυγχάνεται μετά από μια λοίμωξη με έναν ιό ή μικρόβιο δεν είναι απαραίτητα ανώτερη ή ισχυρότερη της ανοσίας που επιτυγχάνεται μέσω των εμβολίων για το ίδιο νόσημα. Πολλά σχετικά παραδείγματα αναλύουν οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης, Ιωάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), οι οποίοι επεξηγούν τα διαθέσιμα δεδομένα με βάση πρόσφατο άρθρο των Dennis R Burton και Eric J Topol στο έγκριτο περιοδικό Nature Medicine (Toward superhuman SARS-CoV-2 immunity?, Nature Medicine 2020, s41591-020-01180-x).
Σε κάποιες περιπτώσεις παθογόνων, η φυσική λοίμωξη προκαλεί ισχυρότερες ανοσολογικές αντιδράσεις και εάν κάποιος επιβιώσει από αυτή τη λοίμωξη, τότε θα αναπτύξει πιο μακροχρόνια ανοσία συγκριτικά με τον αντίστοιχο εμβολιασμό, όπως είναι η ιλαρά. Εν προκειμένω, o εμβολιασμός απαιτεί δύο δόσεις του εμβολίου και είναι πιθανόν να μην προσφέρει πλήρη και δια βίου προστασία, αν και έχει αποδειχθεί ότι είναι αρκετά καλός για τον έλεγχο της νόσου, όταν εφαρμόζεται σε ευρεία κλίμακα, αφού ουσιαστικά εξαφάνισε την νόσο όπου εφαρμόστηκε καθολικά.
Ισχυρότερες ανοσολογικές αντιδράσεις
Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ανθρώπινο εμβόλιο μπορεί να χαρακτηριστεί ότι προάγει την «υπερ-ανοσία» έναντι του παθογόνου, δηλαδή πιο ισχυρές ανοσολογικές αποκρίσεις. Τέτοια παραδείγματα είναι τα εμβόλια για
- Τέτανο: Ο εμβολιασμός με μια αδρανοποιημένη μορφή της τοξίνης (τοξοειδές του τετάνου) δημιουργεί ισχυρή ανοσολογική ανταπόκριση και παραγωγή αντισωμάτων που παρέχουν προστασία έναντι της τοξίνης για μια δεκαετία και πιθανώς περισσότερο. Ως εκ τούτου, συνιστάται εμβολιασμός έναντι του τετάνου ακόμη και για όσους έχουν μολυνθεί με το βακτήριο και έχουν παρουσιάσει κλινικά συμπτώματα, καθώς και για εκείνους που μπορεί να έχουν απλώς εκτεθεί.
- Αιμόφιλο της Ινφλουένζας τύπου Β (Hib): Το «συζευγμένο» εμβόλιο που βασίζεται στη σύνδεση των σακχάρων με μια πρωτεΐνη. Ως αποτέλεσμα, η ανοσολογική απόκριση στον εμβολιασμό έναντι του αιμόφιλου ενισχύεται σημαντικά σε σχέση με την απόκριση στη φυσική μόλυνση από το μικρόβιο. Σήμερα το εμβόλιο αυτό χορηγείται σε παιδιά ηλικίας κάτω των δυο ετών σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες και έχει μειώσει δραματικά τη συχνότητα εμφάνισης μηνιγγίτιδας από τον αιμόφιλο.
- Ιό της ανεμευλογιάς: ο οποίος μπορεί να προκαλέσει τον έρπητα ζωστήρα. Ο ιός αυτός (VZV – Varicella Zoster Virus) προκαλεί την ανεμευλογιά σε παιδιά και νεαρούς ενήλικες, όμως παραμένει στον οργανισμό σε «λανθάνουσα κατάσταση» και μπορεί να ενεργοποιηθεί εκ νέου στη μετέπειτα ζωή και να προκαλέσει έρπητα ζωστήρα. Τα πρόσφατα αναπτυγμένα εμβόλια Zostavax και Shingrix προσφέρουν προστασία από έρπητα ζωστήρα. Το Shingrix προστατεύει περίπου το 90% των εμβολιασθέντων. Η προστατευτική δράση τους φαίνεται να βασίζεται σε αντισώματα αλλά και στα CD4 + Τ-λεμφοκύτταρα.
- Ιό του ανθρώπινου θηλώματος (HPV-Human Papilloma Virous). Τα στελέχη του HPV που προκαλούν καρκίνο τραχήλου της μήτρας κ.α., εισέρχονται στο σώμα μέσω του βλεννογόνου των γεννητικών οργάνων, όμως, η ανοσολογική ανταπόκριση μέσω αντισωμάτων που προκαλείται από την φυσική λοίμωξη δεν είναι ισχυρή και επιπλέον απαιτεί πολύ χρόνο για να εκδηλωθεί, ίσως και περισσότερο από 8 μήνες. Αντίθετα, δύο ή τρεις διαδοχικές δόσεις με ένα από τα εμβόλια κατά του HPV προκαλούν ισχυρές ανοσολογικές αποκρίσεις και παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων που προλαμβάνουν την είσοδο του ιού στα κύτταρα-στόχους και την επακόλουθη μόλυνση.
Εμβόλιο κατά του κορονοϊού
Οι επιστήμονες εξετάζουν εάν η φυσική λοίμωξη ή το εμβόλιο προσφέρει μεγαλύτερη προστασία. Θετικά είναι τα αρχικά αποτελέσματα από τις ενδιάμεσες αναλύσεις των δύο εμβολίων τεχνολογίας mRNA έναντι του SAR-CoV-2 των εταιρειών Pfizer / BioNTech και Moderna δείχνουν ελάττωση του κινδύνου λοίμωξης περίπου κατά 95%.
Ευοίωνα είναι τα στοιχεία από την παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων τόσο σε μελέτες με εμβόλια όσο και σε μελέτες παθητικής ανοσοποίησης μέσω μεταφοράς αντισωμάτων σε πειράματα σε ζώα.
Ακόμη, η αποτελεσματικότητα φαίνεται να διασφαλίζεται με τα εξουδετερωτικά αντισώματα, ως προς την πρόληψη της αρχικής λοίμωξης από τον SARS-CoV-2 στους ανθρώπους, γεγονός που δείχνει ότι μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στην προστασία από την λοίμωξη COVID-19.