Τα τεστ για την κυτταρική ανοσία που έφερε στην χώρα μας ο όμιλος ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ αποτελούν πολύτιμο εργαλείο για την κατάκτηση της ορθής επιδημιολογικής εικόνας και την αποτύπωση της συνολικής ανοσίας. Η διασφάλιση της πληροφορίας για την κυτταρική ανοσία μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην χάραξη πολιτικών, όπως τονίστηκε σε σχετική παρουσίαση του ομίλου.
Πιθανότητα η πραγματική ανοσία του πληθυσμού μέχρι σήμερα να υποεκτιμάται, όπως εξήγησε η επίκουρη καθηγήτρια Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή Αθηνών, ΕΚΠΑ, Πιτυρίγκα Βασιλική. Το επιχείρημα αυτό η κ. Πιτυρίγκα το εδραίωσε στο γεγονός ότι διαπιστώθηκε σε μεγάλο ποσοστό ασυμπτωματικών ή όσων είχαν χαμηλά αντισώματα μετά από νόσηση, πως είχαν σημαντικό ποσοστό Τ- λεμφοκυττάρων. Πρόκειται για την ανοσολογική μνήμη, η οποία είναι πιο μακροπρόθεσμη. «Αρκετές μελέτες δείχνουν πως κυτταρική ανοσία αναπτύσσει έως 60% των ασυμπτωματικών φορέων και έως 85% των ασθενών που εκδήλωσαν ήπια συμπτώματα, ακόμη και χωρίς παρουσία αντισωμάτων» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η ίδια πρόσθεσε ότι και η Επιτροπή Εμβολιασμού έχει επισημάνει να μην επαφιόμαστε μόνο στη μέτρηση των αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό. Τα τεστ κυτταρικής ανοσίας βοηθούν στον έλεγχο της ανοσοποιήσης των πολιτών και μετά τον εμβολιασμό. Σε επίπεδο κρατικής διαχείρισης θα μπορούσαν τα συγκεκριμένα τεστ να συμβάλουν στην διαμόρφωση των χρονοδιαγραμμάτων του εμβολιαστικού προγράμματος.
Χάρη στα εν λόγω τεστ θα κατέχουμε την γνώση για ένα σημαντικό ποσοστό των πολιτών που έχει ανοσία, διαμορφώνοντας τελικά μια «διαφορετική εικόνα σε ότι αφορά στη συλλογική ανοσία». Αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει την λήψη μέτρων, για παράδειγμα όταν εκείνη φθάσει στο 60%. Κατόπιν αυτών, ο τρόπος που θα υπολογιστεί η συλλογική ανοσία θα πρέπει οπωσδήποτε να λάβει υπόψη της και την κυτταρική ανοσία, σύμφωνα με την κ. Πιτυρίγκα, η οποία τόνισε ότι η πληροφορία για την κυτταρική ανοσία είναι αυτή που μας προσφέρει την πλήρη εικόνα.
Καθησυχαστικός για το στέλεχος Δέλτα ήταν από την πλευρά του ο καθηγητής Γενετικής του Πανεπιστημίου της Γενεύης Εμμανουήλ Δεμριτζάκης. Ο ίδιος δεν απέκλεισε μια πιθανότητα έξαρσης που είναι πιθανή όπου υπάρχουν τοπικές επιδημίες. Ο καθηγητής υποστήριξε ότι κοινωνία και Πολιτεία πρέπει να εστιάσουμε στον εμβολιασμό, το οποίο είναι το μόνο όπλο μας. Ωστόσο, το εγχείρημα της εμβολιαστικής κάλυψης θα πρέπει να στραφεί και να δώσει έμφαση και σε ομάδες που έχουν χαμηλή συμμετοχή στο εμβολιαστικό πρόγραμμα, λόγω μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου. Στόχος πρέπει να είναι ο εμβολιασμός να γίνει ομοιογενής, σύμφωνα με τον καθηγητή. Ο κ. Δερμιτζάκης υπογράμμισε στα λεγόμενά του ότι πρέπει εμβολιαστούν τα παιδιά, καθώς αποτελούν το 20% του πληθυσμού ώστε να έχουν ανοσία πριν αρχίσει η νέα σχολική χρονιά και συγχρωτιστούν στις σχολικές αίθουσες.
Ιδιαίτερη μνεία έκανε η MSc., PhD,Βιοχημικός/Μοριακή Βιολόγος, Business Development Manager, Κέντρο Προληπτικής Ιατρικής & Μακροβιότητας Ομίλου ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ, Ασημίνα Χιωνά, στα γενετικά τεστ. Συγκεκριμένα, το Πολυγονιδιακό Δείκτη Κινδύνου-PRS (Polygenic Risk Score), του Ομίλου ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ, προς το παρόν ανιχνεύει επτά χρόνιες ασθένειες και εφαρμόζται στην Ελλάδα, μεταξύ λίγων χωρών στην κατεύθυνση της Υγείας Ακριβείας. Πρόκειται για επιτομή της γονιδιακής έρευνας που περνά στην κλινική φάση και βοηθά τον ασθενή να βρει την «αχίλλειο πτέρνα» του. Για το ζήτημα του εντοπισμού αυτής της προδιάθεσης ο κ. Δερμιτζάκης εξήγησε ότι «50% του ρίσκου μελλοντικής εμφάνισης ασθενειών είναι «γραμμένο» στο γονιδίωμα του κάθε ανθρώπου». Καταλυτικά μπορεί να δράσει μια τέτοια εξέταση καθώς με την γνώση της τάσης εμφάνισης της ασθένειας, μπορεί να γίνει μια παρέμβαση με την βελτίωση του τρόπου ζωής ώστε να αποφευχθεί ακόμη και το ενδεχόμενο νόσησης.
Υγεία και φυσική άσκηση
Άξια λόγου είναι η αναφορά του κ. Αρναούτη Γιάννη, MSc, Ph.D, Εργοφυσιολόγου, Υπεύθυνου Bioiatriki+ στις δυσοίωνες προβλέψεις για αύξηση του αριθμού πολιτών με ασθένειες μετά την πανδημία, καθώς αυτή την περίοδο μειώθηκε η φυσική άσκηση επιβαρύνοντας σημαντικά την υγεία. Ο ίδιος αναφέρθηκε σε πρόσφατη μελέτη που κατέδειξε ότι όσοι δεν ασκούνταν για τουλάχιστον 150 λεπτά την εβδομάδα, για διάστημα δυο χρόνων πριν την πανδημία, είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα νοσηλείας, εισόδου σε ΜΕΘ και ακόμη και θανάτου.
Την παρουσίαση συντόνισε ο Μιχάλης Κουτσιλιέρης, MD PhD, Ενδοκρινολόγος, Καθηγητής Πειραματικής Φυσιολογίας στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, Επιστημονικός Σύμβουλος Ομίλου ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ.
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ