Η μυελοΐνωση αποτελεί μια σπάνια αιματολογική κακοήθεια που χαρακτηρίζεται από αλλοίωση (ίνωση) του μυελού των οστών και σημαντική διόγκωση του σπλήνα (σπληνομεγαλία). Αναπτύσσεται όταν η ανεξέλεγκτη σηματοδότηση του μονοπατιού JAK – που ρυθμίζει την παραγωγή των κυττάρων του αίματος – αναγκάζει το σώμα να παράγει κύτταρα αίματος που δεν λειτουργούν σωστά.
Από την σπάνια αυτή νόσο πάσχουν περίπου 250 άτομα στη χώρα μας, σύμφωνα με την επίσημη καταγραφή.
Ωστόσο η συχνότητα μπορεί να είναι μεγαλύτερη, καθώς πολλά περιστατικά δεν αναφέρονται, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις όπου γίνεται λανθασμένη διάγνωση. Στην Ελλάδα, η Ελληνική Αιματολογική Εταιρεία διατηρεί Αρχείο Μυελοΐνωσης, ώστε να καταγραφούν οι ασθενείς με τη νόσο.
«Η μυελοΐνωση είναι μία σοβαρή, απειλητική για την ζωή πάθηση με φτωχή πρόγνωση και περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές. Χαρακτηρίζεται από έντονα και εξαντλητικά συμπτώματα που περιλαμβάνουν κόπωση, πυρετό, νυχτερινή εφίδρωση, φαγούρα, πόνο στα οστά, κοιλιακό άλγος και απώλεια βάρους, και συνεπώς επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών», επεσήμανε σε συνέντευξη τύπου ο Δρ. Δ. Καρακάσης, Αιματολόγος, Διευθυντής, Αιματολογική-Λεμφωμάτων Κλινική, Υπεύθυνος Μονάδας Μεταμόσχευσης Μυελού των Οστών, Γ.Ν.Α.«Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ» και Πρόεδρος της Ελληνικής Αιματολογικής Εταιρείας.
Σύμφωνα με μελέτες, οι ασθενείς με μυελοΐνωση έχουν μικρό προσδόκιμο επιβίωσης, με διάμεση συνολική επιβίωση στα 5,7 έτη. Η αντιμετώπιση της ασθένειας μέχρι πρόσφατα αφορούσε μόνο στην υποστήριξη των ασθενών με μεταγγίσεις, σε φαρμακευτική αγωγή που σε μερικές περιπτώσεις βοηθά στην άνοδο του αιματοκρίτη, και σε ήπια χημειοθεραπεία για την ελάττωση του μεγέθους του σπλήνα. Συγκεκριμένα, η χρήση των ανδρογόνων (danazol) και της κορτιζόνης μπορεί να αυξήσει τον αιματοκρίτη σε ένα ποσοστό ασθενών, και να συμβάλει στην αποφυγή των μεταγγίσεων. Η υδροξυουρία μπορεί να μειώσει το μέγεθος του σπλήνα, αλλά δεν επηρεάζει κατά κανόνα τα συμπτώματα της ασθένειας, ενώ δεν παύει να είναι ένα χημειοθεραπευτικό φάρμακο με όλες τις πιθανές επιπλοκές του. Η μεταμόσχευση μυελού των οστών από υγιή δότη μπορεί να θεραπεύσει την ασθένεια, αλλά εφαρμόζεται μόνο σε μικρό ποσοστό ασθενών (λιγότερο από το 10%) που έχουν επαρκή φυσική κατάσταση και την κατάλληλη ηλικία για να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες της μεταμόσχευσης.
Εδώ και περίπου ένα χρόνο, κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά το ruxolitinib η πρώτη φαρμακευτική θεραπεία για ασθενείς με μυελοΐνωση, που στοχεύει άμεσα στον υποκείμενο μηχανισμό της νόσου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα 3,5 ετών της μελέτης Φάσης ΙΙΙ με την ονομασία COMFORTII, φάνηκε ότι o κίνδυνος θανάτου στα 3,5 έτη μειώθηκε κατά 48% σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με ruxolitinib, σε σύγκριση με ασθενείς στην ομάδα ελέγχου. Επιπλέον δεδομένα δείχνουν ότι, το ruxolitinibμείωσε ή σταθεροποίησε την εξέλιξη της ίνωσης του μυελού των οστών, η οποία αποτελεί έναν από τους υποκείμενους μηχανισμούς και μία από τις επιπτώσεις της νόσου. Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, το οποίο δείχνει πιθανή τροποποίηση της φυσικής εξέλιξης της νόσου, δεν έχει παρατηρηθεί με τη καθιερωμένη θεραπεία σε ασθενείς με προχωρημένη μυελοΐνωση.
Πρόσφατα δεδομένα από τη μεγαλύτερη κλινική μελέτη σε ασθενείς με μυελοΐνωση που έλαβαν θεραπεία με ruxolitinib, τα οποία ανακοινώθηκαν στο συνέδριο της Αμερικανικής Αιματολογικής Εταιρείας (ASH), υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα και το προφίλ ασφάλειας του σκευάσματος. Συγκεκριμένα, σε μια ανάλυση 1.144 ασθενών που έχουν ενταχθεί σε θεραπεία με ruxolitinibέως σήμερα στο πλαίσιο αυτής της μελέτης διευρυμένης πρόσβασης, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, το 69% των ασθενών πέτυχε μείωση μεγαλύτερη ή ίση με 50% στο μέγεθος του σπλήνα σε σύγκριση με τις αρχικές τιμές, ενώ παρουσίασε μια κλινικώς σημαντική βελτίωση στη βαθμολογία συμπτωμάτων για τη μυελοΐνωση – δύο σημαντικοί θεραπευτικοί στόχοι για τους πάσχοντες από μυελοΐνωση.
«Στη μυελοΐνωση υπάρχει επιτακτική ανάγκη για νέες θεραπείες, και το ruxolitinib έχει ήδη δείξει ενθαρρυντικά αποτελέσματα, μειώνοντας σημαντικά το μέγεθος του σπλήνα και βελτιώνοντας τα βασανιστικά συμπτώματα των ασθενών. Για τη σωστή διάγνωση της νόσου χρειάζεται προσεκτική εκτίμηση τόσο των κλινικών, όσο και των εργαστηριακών δεδομένων. Στα κλινικά στοιχεία συνήθως περιλαμβάνεται η ύπαρξη σπληνομεγαλίας, και στα εργαστηριακά η ύπαρξη αναιμίας, ενώ ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων και των αιμοπεταλίων μπορεί να είναι φυσιολογικός, μειωμένος ή και αυξημένος. Σημαντική για τη σωστή διάγνωση είναι η ανίχνευση μεταλλάξεων του γονιδίου JAK-2, που παρατηρείται στο 50% των ασθενών, ή άλλων γονιδιακών μεταλλάξεων, όπως του γονιδίου της cal-reticulin ή του MPL. Οι εξετάσεις αυτές απαιτούν μία απλή γενική αίματος, πρέπει όμως να γίνονται σε άκρως εξειδικευμένα εργαστήρια. Σημαντικό είναι πάντως, ότι τα θεραπευτικά αποτελέσματα με το ruxolitinib είναι ανεξάρτητα της ύπαρξης ή όχι των παραπάνω μεταλλάξεων, του σταδίου της νόσου, ή οποιασδήποτε άλλης προηγούμενης θεραπείας. Ιδιαίτερα ελπιδοφόρο είναι το γεγονός ότι έχουμε αρχίσει να βλέπουμε θετικές ενδείξεις όσον αφορά στην βελτίωση της συνολικής επιβίωσης των ασθενών, καθώς και την αποτελεσματικότητα του σε άλλες αιματολογικές κακοήθειες, όπως η αληθής πολυκυτταραιμία,» δήλωσε ο Δρ. Παν. Παναγιωτίδης, Αιματολόγος, Καθηγητής ΕΚΠΑ, A’ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Λαϊκό», και Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Αιματολογικής Εταιρείας.
Περισσότερες πληροφορίες για την μυελοΐνωση και τα μυελοϋπερπλαστικά νεοπλάσματα είναι διαθέσιμες στον ιστότοπο www.spotlightonmpn.gr.
Στις 23 Ιανουαρίου 2015 το ruxolitinib έλαβε θετική γνωμοδότηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την θεραπεία ενήλικων ασθενών με αληθή πολυκυτταραιμία, οι οποίοι παρουσιάζουν αντοχή ή δυσανεξία στην υδροξυουρία.
Υπεύθυνη Σύνταξης στο Virus.com.gr - Αρχισυντάκτρια του περιοδικού Pharma & Health Business
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ