Της Βασιλικής Νίνου, Απόφοιτης του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας με παράλληλη εξειδίκευση στην Ειδική Αγωγή.
Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Ο διαφορετικός τρόπος σκέψης και αντίδρασης που έχουν τα δύο φύλα οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στις βιολογικές τους διαφορές. Πληθώρα ερευνών που σχετίζονται με την προσωπικότητα έχουν καταδείξει τους άντρες ως το πιο διεκδικητικό, δραστήριο, ενεργητικό και επιθετικό φύλο, εν αντιθέσει με τις γυναίκες, οι οποίες παρουσιάζονται ως το πιο αγχώδες, συναισθηματικό, ευαίσθητο, συγκαταβατικό και εξαρτημένο φύλο· η επιθετικότητα εκδηλώνεται ως επί το πλείστον μέσα στις σχέσεις.
Ο όρος “φύλο” (gender) σχετίζεται αρχικά με τη συμπεριφορά και τα χαρακτηριστικά, που έχουν διαμορφωθεί από την εκάστοτε πολιτισμική κουλτούρα και θεωρούνται ότι είναι κατάλληλα για τους άντρες και τις γυναίκες αντίστοιχα. Επιπλέον, υπάρχει και ο όρος φύλο (sex), που αναφέρεται κυρίως στις βιολογικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων.
Οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον εαυτό και την προσωπικότητα τους σε συνάρτηση με το φύλο τους. Η παραπάνω αντίληψη ονομάζεται ταυτότητα φύλου και αναφέρεται στις πεποιθήσεις που έχει κάθε άτομο για τα χαρακτηριστικά του σε σύγκριση με το άλλο φύλο.
Πως διαμορφώνεται η ταυτότητα φύλου;
Ενδεχομένως η ταυτότητα φύλου επηρεάζεται από βιολογικούς παράγοντες. Οι ορμόνες επιδρούν σημαντικά στον τρόπο δραστηριοποίησης και επιθετικότητας των ατόμων, έτσι εξακριβώνεται το γεγονός πως τα αγόρια ήδη από πολύ μικρή ηλικία συνηθίζουν να επιλέγουν πιο άγρια, θορυβώδη και δραστήρια παιχνίδια.
Η συνεχής αλληλεπίδραση των παιδιών με τους γονείς, τους δασκάλους και τους συνομηλίκους τους, τα βοηθά στο να αποκτήσουν και να διαμορφώσουν σταδιακά τις απόψεις τους γενικότερα για τα οργανωμένα σχήματα των φύλων. Επιπλέον, τα σχήματα αυτά είναι καίριας σημασίας για τα παιδιά αφού ακόμη τα βοηθά αναμφίβολα στο να κατανοήσουν τον κόσμο γύρω τους, καθοδηγώντας, παράλληλα, τη συμπεριφορά και τη στάση τους και μετέπειτα ως ενήλικες. Έτσι, παραδείγματος χάριν, ένα νεαρό αγόρι που έχει δομήσει το σχήμα που αφορά τα αγόρια, βάσει του οποίου «τα αγόρια πρέπει να παίζουν με μηχανές και αυτοκίνητα, όχι με κούκλες», αυτόματα θα εντείνει την προσοχή του σε μηχανές και αμάξια, όχι όμως σε κούκλες.
Σχηματισμός έμφυλων στερεοτύπων στην νηπιακή-προσχολική ηλικία
Η διαφορετική στάση των γονέων απέναντι στα δύο φύλα ξεκινά ήδη από την παιδική ηλικία. Ερευνητικά δεδομένα έχουν αποδείξει πως οι γονείς εμπιστεύονται περισσότερο τα αγόρια σε ότι έχει να κάνει με πιο «επικίνδυνες» δραστηριότητες». Επιπλέον, φαίνεται πως είναι πιο ενθαρρυντικοί στα αγόρια, δίνοντας τους περισσότερη αυτονομία από ότι στα κορίτσια. Ήδη από την νηπιακή ηλικία (4-5 ετών) τα μικρά παιδιά έχουν καταγράψει ένα σύστημα, που σχετίζεται με το ποια παιχνίδια, ρούχα, χαρακτηριστικά, επαγγέλματα και συμπεριφορές «ταιριάζουν» καλύτερα στα αγόρια και στα κορίτσια. Με αυτόν τον τρόπο, θα λέγαμε πως διαμορφώνονται, εν ολίγοις, συνειδητά και ασυνείδητα τα στερεότυπα όπως και οι προκαταλήψεις μεταξύ των φύλων στα παιδιά.
Εκπαίδευση & διαιώνιση των έμφυλων προκαταλήψεων
Το σχολείο ως θεσμός διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των έμφυλων ταυτοτήτων διαμέσου συγκεκριμένων εκπαιδευτικών ενεργειών και πρακτικών. Η εκπαίδευση ωστόσο δεν αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα διαμόρφωσης τέτοιων αντιλήψεων. Άλλες σημαντικές επιρροές σχηματοποίησης έμφυλων στερεοτύπων και προκαταλήψεων είναι αποτέλεσμα τόσο της πολιτικής και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, όσο και της ευρύτερης εθνικής, πολιτισμικής κουλτούρας του κάθε λαού. Γίνεται κατανοητό επομένως πως οι έμφυλες ταυτότητες δεν έχουν στατικό χαρακτήρα καθώς επιδέχονται αλλεπάλληλες αλλαγές από πολλαπλούς παράγοντες μέσα στο χρόνο.
Όσον αφορά ειδικότερα στην εκπαίδευση, μετά την προσχολική ηλικία, τα παιδιά στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση εξακολουθούν να έρχονται σε συνεχή επαφή με το τι είναι άντρας και τι είναι γυναίκα μέσα από το Αναλυτικό Πρόγραμμα και τα εκάστοτε διδακτικά εγχειρίδια, τα οποία με την σειρά τους καλλιεργούν μεροληπτικές απόψεις τασσόμενα υπέρ του ενός ή του άλλου φύλου, ιδίως έναντι του γυναικείου.
Ήδη από τα πρώτα σχολικά εγχειρίδια που κυκλοφόρησαν από το 1970 και μετά, τα δύο φύλα παρουσιάζονταν με στερεοτυπικό τρόπο. Συγκεκριμένα, περιλαμβάνονταν σε αριθμό περισσότερες ιστορίες για τους άντρες, έχοντας πάντα πιο πρωταγωνιστικούς και ηγετικούς ρόλους, εν αντιθέσει με τις γυναίκες που περιγράφονταν συνήθως στα πλαίσια του οικιακού περιβάλλοντος, κατέχοντας μια πιο παθητική, φοβισμένη στάση. Αργότερα, αφού παρατηρήθηκαν αυτά τα προβλήματα οι διδακτικές ιστορίες έγιναν ίσες στον αριθμό τόσο για τα πρότυπα των γυναικών όσο και των αντρών. Ωστόσο όμως δεν εξαλείφθηκαν παντελώς τα έμμεσα και τα προκατειλημμένα μηνύματα που περνούσαν όσον αφορά στους ρόλους των φύλων. Οι γυναίκες εξακολουθούσαν να έχουν έναν πιο τρυφερό εκφραστικό χαρακτήρα, χωρίς να εκδηλώνουν ιδιαίτερες αντιρρήσεις ή αντιδράσεις, ενώ οι άντρες συνέχιζαν να περιγράφονται ως πιο κεντρικοί, επιθετικοί και αποφασιστικοί χαρακτήρες, χωρίς να προβάλλονται σε καμία περίπτωση με οποιαδήποτε «θηλυκό» χαρακτηριστικό.
Ακόμη, οι διακρίσεις μεταξύ των δύο φύλων αποκτούν υπόσταση και κατά την εκπαιδευτική διαδικασία. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται μέσα από ερευνητικά αποτελέσματα της τελευταίας 25ετίας, τα οποία φανέρωσαν την αυξημένη αλληλεπίδραση που έχουν οι εκπαιδευτικοί κατά την διάρκεια του μαθήματος με τα αγόρια σε σχέση με τα κορίτσια, με το να θέτουν στα αγόρια περισσότερες ερωτήσεις, προκειμένου να εκφράσουν την γνώμη τους και να αυτενεργήσουν, δίνοντας τους, παράλληλα, και περισσότερες ανατροφοδοτήσεις, με εποικοδομητικά σχόλια και διορθώσεις, εν αντιθέσει, με τα κορίτσια.
Πως μπορεί να αποφευχθεί η αναπαραγωγή έμφυλων διακρίσεων μέσα στην τάξη;
Σύμφωνα με τα παραπάνω, αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι πως το φύλο δεν αποτελεί το μοναδικό στοιχείο που συγκροτεί την προσωπικότητα των ανθρώπων. Ο καθορισμός της ταυτότητας του καθενός εξαρτάται από τη θρησκεία, τη φυλή, την κοινωνική προέλευση-τάξη και το σεξουαλικό προσανατολισμό, όχι μόνο από την βιολογική και μυϊκή του υπόσταση. Συσχετίζοντας όλες τις παραπάνω διαστάσεις μπορεί να γίνει πιο σαφής η ενεργητική δράση των ατόμων. Μόνο με μια πιο «ολιστική» προσέγγιση μπορεί να εξαλειφθεί κατά κάποιο τρόπο η επέκταση των προκατειλημμένων αντιλήψεων απέναντι στα δύο φύλα μέσα στην κοινωνία. Η εκπαίδευση μπορεί να αποτελέσει τον ουσιαστικότερο αρωγό σε αυτήν την περίπτωση, δημιουργώντας όχι μόνο ακαδημαϊκά μορφωμένους ανθρώπους, αλλά και ισάξιους ηθικά και πνευματικά πολίτες, που δε θα διαπνέονται από έμφυλα στερεότυπα.
Βιβλιογραφία:
Woolfok, A. (2007). ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. (1η Ελληνική Έκδοση. Επιμ. Μακρή-Μπότσαρη, Ε.) Αθήνα: Εκδόσεις έλλην. (Πρωτότυπη Έκδοση, 2005
Πηγή: e-psychology.gr
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ