Οι έρευνες «ορολογικής επιτήρησης» μπορεί να υποτιμούν την πραγματική ανοσία απέναντι στον νέο κορωνοϊό. Τα αντισώματα δεν είναι η μόνη μορφή προστασίας από τα διάφορα παθογόνα καθώς αρκετοί ασθενείς αναπτύσσουν Τ-λεμφοκύτταρα ως απόκριση στη μόλυνση από τον SARS-CoV-2.
Αξιοποιώντας τα τεστ αντισωμάτων, το Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου των Λοιμωδών Νόσων (CDC) των ΗΠΑ αποσκοπεί να αποκτήσει πληροφορίες για τον πραγματικό αριθμό νοσούντων, δηλαδή και των ασυμπτωματικών. Το ίδιο επιχειρείται διεθνώς και στην Ελλάδα από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο διενεργεί μεγάλη μελέτη με την μέτρηση της παρουσίας αντισωμάτων έναντι του κοροναϊού στους φοιτητές και στους εργαζόμενους του.
Ωστόσο, δεν είναι ευκρινές για τους επιστήμονες εάν η παρουσία αντισωμάτων για το νέο κοροναϊό μπορεί να καθορίσει με αξιοπιστία την ανοσία απέναντι του.
Ήδη σε κάποιες περιπτώσεις έχει καταγραφεί ταχεία μείωση των επιπέδων των αντισωμάτων μετά από ήπια λοίμωξη προκαλώντας σχετική ανησυχία για το ενδεχόμενο επανεμφάνισης της λοίμωξης. Την ίδια στιγμή, ορισμένα άτομα που δεν έχουν αντισώματα μπορεί να εξακολουθούν να είναι άνοσοι στον κοροναϊό
Οι καθηγητής της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν αυτά τα μέχρι σήμερα δεδομένα.
Αναλυτικά, ο ογκολόγος στην Κλινική Mayo στο Ρότσεστερ της Μινεσότα των ΗΠΑ και αρχισυντάκτης στο περιοδικό Blood Cancer Journal, Vincent Rajkumar ισχυρίζεται ότι «η παρουσία μετρήσιμων επιπέδων αντισωμάτων στον γενικό πληθυσμό δεν εξηγεί το γιατί τα νέα περιστατικά μόλυνσης από κοροναϊό έχουν μειωθεί κατακόρυφα σε ορισμένες περιοχές που είχαν πληγεί σοβαρά, όπως όπως η Γουχάν, η Μαδρίτη και η Νέα Υόρκη».
Μάλιστα, οι επιστήμονες σε κάποιες περιοχές που είχαν πληγεί σοβαρά, διαπίστωσαν ότι έχει μπει «φρένο» στην μετάδοσση, παρά το γεγονός ότι ο επιπολασμός των αντισωμάτων έναντι του ιού στον πληθυσμό είναι πολύ χαμηλότερος από το συνηθισμένο όριο του 70% για την ανοσία της αγέλης.
Πέρα από την συμβολή της επιμελούς τήρησης των σχετικών μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, της εφαρμογής σωστής υγιεινής και της χρήση μάσκας, ο Rajkumar υποστηρίζει ότι πολλές από αυτές τις περιοχές, ακόμη και εκείνες χωρίς υψηλό επιπολασμό αντισωμάτων, ενδέχεται να εξακολουθούν να προστατεύονται, για τρεις βασικούς λόγους για τους οποίους ένα υποσύνολο του πληθυσμού μπορεί να μην είναι ευαίσθητο σε συμπτωματική νόσο Covid-19:
Αξιοσημείωτος είναι ο δεύτερος λόγος καθώς εκτός από τα αντισώματα, ο εν λόγω ιός προκαλεί ακόμη την ανοσολογική απόκριση των Τ-λεμφοκυττάρων μνήμης. Ο επιστήμονας αναφέρεται σε ενδείξεις ότι «ορισμένα άτομα που εκτίθενται στον νέο κοροναϊό εμφανίζουν μια παροδική απόκριση μέσω αντισωμάτων, όμως αυτό που μπορεί να τους προστατεύει τελικά είναι τα Τ-λεμφοκύτταρα μνήμης».
Σε μια πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη για τα Τ-λεμφοκύτταρα μνήμης σε άτομα που έχουν μολυνθεί με τον SARS-CoV-2 επισημαίνεται ότι αυτά τα Τ-λεμφοκύτταρα «θυμούνται» και ανακαλούν συναντήσεις, με άλλους ανθρώπινους κοροναϊούς στο παρελθόν.
Τοιουτοτρόπως ερμηνεύεται το γεγονός ότι μερικά άτομα φαίνεται να αντιμετωπίζουν τον ιό πιο αποτελεσματικά και ως εκ τούτου είναι λιγότερο επιρρεπή στο να εμφανίσουν σοβαρή νόσο Covid-19.
Μάλιστα, άλλες μελέτες υποστηρίζουν ότι ορισμένοι ασθενείς που ανέρρωσαν, μπορεί να είχαν αρνητικά τεστ για την παρουσία αντισωμάτων έναντι του κοροναϊού, αλλά ανέπτυξαν Τ-λεμφοκύτταρα ως απόκριση στη μόλυνση από τον SARS-CoV-2.
Ενδεικτικό είναι ότι μια σουηδική μελέτη διαπίστωσε μια ισχυρή απόκριση των Τ-λεμφοκυττάρων στα περισσότερα άτομα που εμφάνισαν ήπια ασθένεια ή ήταν ασυμπτωματικά μετά από λοίμωξη με τον κοροαϊό, ανεξάρτητα από την παρουσία αντισωμάτων. Άρα, συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα ποσοστά μόλυνσης από κοροναϊό μπορεί να είναι υψηλότερα από αυτά που έχουν ανιχνευθεί χρησιμοποιώντας τεστ αντισωμάτων.
Η διασταυρούμενη ανοσία με άλλους συγγενικούς κοροναϊούς ή η ανοσοαπόκρισης των Τ-λεμφοκυττάρων, εξηγεί γιατί ορισμένα άτομα μπορεί να μην είναι καθόλου ευπαθή στον ιό, ενώ μπορεί να μην εμφανίζουν καν ανοσοαπόκριση με παραγωγή αντισωμάτων.
Υπό αυτή την σκέψη, ο Rajkumar υποστηρίζει ότι οι μελέτες ορολογικής επιτήρησης και επιπολασμού των αντισωμάτων υποτιμούν σημαντικά το πραγματικό επίπεδο της ανοσίας, αφού η παραγωγή αντισωμάτων κατά την έκθεση στον ιό, τα υπάρχοντα αντισώματα και τα Τ-λεμφοκύτταρα συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ανοσίας.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ