Σχεδόν ένα στους τρεις νοσηλευτές εμφάνισε σημάδια διαταραχής μετατραυματικού στρές μετά το πρώτο πανδημικό κύμα στη Βρετανία. Έρευνες στο βρετανικό νοσηλευτικό και μαιευτικό εργατικό δυναμικό χαρακτηρίζουν «εξαιρετικά ανησυχητικά» τα επίπεδα ψυχολογικής δυσφορίας.
Τα ευρήματα περιλαμβάνουν εμπειρίες συμβατές με μετατραυματικό στρες ( PTSD), στρες και άγχος στο νοσηλευτικό προσωπικό, τρεις μήνες μετά την πρώτη κορύφωση της πανδημίας. Σοβαρό ή ακραίο στρες αναφέρθηκε από 17,5 ανά εκατό ερωτηθέντες τρεις μήνες μετά την πρώτη κορύφωση της πανδημίας, όπως μεταδίδει το inews.co.uk.
Σχεδόν τα δύο τρίτα (63,2%) του προσωπικού που επανατοποθετήθηκαν λόγω του Covid ανέφεραν ότι η εκπαίδευση για προετοιμασία για αναδιάταξη είτε δεν πραγματοποιήθηκε είτε ήταν ανεπαρκής. Περίπου το 40% ανέφεραν ότι δεν είχαν εμπιστοσύνη στην εκπαίδευση πρόληψης και ελέγχου των λοιμώξεων που είχαν λάβει ή ότι δεν είχαν λάβει εκπαίδευση. Σχεδόν 1 στους 4 (22,6 %) θεώρησε ότι ο σωστός εξοπλισμός ατομικής προστασίας δεν ήταν πάντα διαθέσιμος. Οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε τρεις διαφορετικές περιόδους πέρυσι κατέγραψαν υψηλά επίπεδα ψυχολογικής δυσφορίας τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά το πρώτο κύμα.
Η υπηρεσία υγείας στην Αγγλία άρχισε την ετήσια προσπάθεια προσλήψεων αφού βίωσε το σύστημα υγείας ένα από τα πιο πιεστικά καλοκαίρια. Εκτιμάται ότι υπάρχουν τώρα 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι που εργάζονται στο NHS, σημειώνοντας μια αύξηση προσωπικού σχεδόν 30.000 από τον Ιούνιο του 2020. Εκατοντάδες θέσεις προσφέρονται, καλύπτοντας ένα φάσμα αναγκών από τη νοσηλευτική και την ακτινογραφία μέχρι την ποδολογία.
Τα σημάδια διαταραχής μετατραυματικού στρες, μήνες μετά την πρώτη κορύφωση της πανδημίας, πιθανότατα να οφείλεται σε συνδυασμό προϋπαρχουσών προκλήσεων, τις γρήγορες αλλαγές στην επαγγελματική ζωή και του τρόπου εργασίας, καθώς στα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας ασθενών, τον κίνδυνο ασθένειας τόσο για το άτομο όσο και για την οικογένειά τους. Σημειώνεται ότι οι διαταραχές αυτές μπορεί να έχουν μόνιμες ψυχολογικές επιπτώσεις στις νοσοκόμες και τις μαίες, είπαν οι ερευνητές.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο του Warwick και το King’s College του Λονδίνου, δήλωσαν ότι τα ευρήματά τους καταδεικνύουν πώς οι οργανισμοί υγειονομικής περίθαλψης πρέπει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες ευημερίας του προσωπικού τόσο κατά τη διάρκεια της τρέχουσας πανδημίας όσο και στο σχεδιασμό κατά μελλοντικών πανδημιών. Τα αποτελέσματά τους δημοσιεύονται στο International Journal of Nursing Studies.
Ο Δρ Keith Couper, επίκουρος καθηγητής έκτακτης ανάγκης και εντατικής θεραπείας στο Πανεπιστήμιο του Warwick και επικεφαλής του έργου τόνισε ότι «το εργατικό δυναμικό της νοσηλευτικής και της μαιευτικής στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν υπό σημαντική πίεση λόγω των υψηλών επιπέδων φθοράς και συνεχιζόμενης προκλήσεων». Ο ίδιος σχολίασε ότι «οι συνεχιζόμενες προκλήσεις κατά τα επόμενα κύματα πανδημίας πιθανότατα να έχουν επιδεινώσει αυτόν τον αντίκτυπο».
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ