Η παχυσαρκία προκαλεί πολλά προβλήματα στην υγεία – από πόνους στη μέση και τις αρθρώσεις έως διαβήτη και καρδιοπάθεια. Αυτό όμως που πολλοί δεν γνωρίζουν είναι ότι μπορεί να πλήξει και τη γονιμότητα ανδρών και γυναικών.
Αν και πολλές υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες κατορθώνουν να μείνουν έγκυοι και να αποκτήσουν παιδιά, άλλες δυσκολεύονται. Σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ASRM), το τουλάχιστον 6% των κρουσμάτων πρωτοπαθούς υπογονιμότητας οφείλονται στην παχυσαρκία της γυναίκας. Κύριος υπαίτιος γι’ αυτό είναι τα οιστρογόνα, η ορμόνη του γυναικείου φύλου που παράγεται από τα λιπώδη κύτταρα.
Φυσιολογικά, τα οιστρογόνα παράγονται κυρίως από τις ωοθήκες και σε μικρότερες ποσότητες από άλλους ιστούς, όπως ο μαστός και τα επινεφρίδια. Όταν όμως η γυναίκα διαθέτει περίσσιο σωματικό λίπος, παράγονται και από τα λιπώδη κύτταρα, με συνέπεια τα επίπεδά τους στο αίμα να είναι υψηλότερα από το φυσιολογικό.
Η υπερπαραγωγή αυτή ωθεί τον οργανισμό να αντιδρά σαν να παίρνει η γυναίκα αντισυλληπτικά χάπια, μειώνοντας τις πιθανότητες εγκυμοσύνης.
Ωστόσο αυτή δεν είναι η μοναδική συνέπεια της παχυσαρκίας.
«Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι οι παχύσαρκες γυναίκες υφίστανται διαταραχές στον αναπαραγωγικό άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-ωοθηκών, ο οποίος ρυθμίζει την ορμονική παραγωγή του οργανισμού», εξηγεί ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ. «Το επακόλουθο είναι να παρατηρείται συχνά διαταραχή του έμμηνου κύκλου, που οδηγεί στην ανωοθυλακιορρηξία. Κατ’ αυτήν, τα ωάρια είτε δεν αναπτύσσονται σωστά, είτε δεν απελευθερώνονται από τα ωοθυλάκια, με συνέπεια την υπογονιμότητα».
Μελέτες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες με δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) πάνω από 27 έχουν τριπλάσιες πιθανότητες ανωοθυλακιορρηξίας σε σύγκριση με τις γυναίκες με φυσιολογικό βάρος σώματος.
Ακόμα, όμως, και όταν η παχύσαρκη γυναίκα έχει ωορρηξία, η ποιότητα των ωαρίων της ενδέχεται να είναι μειωμένη. Αυτό πιθανώς εξηγεί γιατί, μεταξύ των γυναικών με ωορρηξία, κάθε αύξηση του ΔΜΣ κατά 1 μονάδα πάνω από το 29, μειώνει κατά 4% τις πιθανότητες εγκυμοσύνης μέσα σε ένα χρόνο προσπαθειών.
Αυτό σημαίνει πως για μία παχύσαρκη γυναίκα με ΔΜΣ 35, οι πιθανότητες εγκυμοσύνης σε έναν χρόνο είναι 26% χαμηλότερες απ’ ό,τι για μία συνομήλική της με φυσιολογικό σωματικό βάρος. Και αν ο ΔΜΣ της είναι 40, έχει 43% λιγότερες πιθανότητες εγκυμοσύνης.
Ο ΔΜΣ υπολογίζεται όταν διαιρεθεί το σωματικό βάρος (σε κιλά) με το τετράγωνο του ύψους (σε μέτρα). Είναι φυσιολογικός όταν κυμαίνεται από 20 έως 25 kg/m2. Από 25 έως 30 σημαίνει ότι το άτομο είναι υπέρβαρο, ενώ από 30 και πάνω σημαίνει παχυσαρκία. Από 40 και πάνω σημαίνει κακοήθης (ή νοσογόνος) παχυσαρκία.
Ένα άλλο πρόβλημα με τα περιττά κιλά είναι ότι ο λιπώδης ιστός απελευθερώνει ορισμένα βιοδραστικά μόρια (κυρίως μία ομάδα ορμονών που λέγονται λιποκίνες), που μπορεί να αλληλοεπιδράσουν με διάφορους μοριακούς μηχανισμούς οι οποίοι σχετίζονται με την αντοχή στην ινσουλίνη, τη διαφοροποίηση των ωοκυττάρων και την ωρίμανσή τους.
Ακόμα και η εμφύτευση του εμβρύου στον πυθμένα της μήτρας και άλλες αναπαραγωγικές λειτουργίες μπορεί να επηρεαστούν στις παχύσαρκες γυναίκες. Και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές όπως η καθυστερημένη σύλληψη, τα αυξημένα ποσοστά αποβολών και η μείωση της αποτελεσματικότητας της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Ωστόσο, κι αν ακόμα επιτευχθεί εγκυμοσύνη χάρη στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, μπορεί να είναι μειωμένες οι πιθανότητες επιτυχούς έκβασής της. Η μείωση είναι της τάξης του 9% κατά μέσον όρο για τις υπέρβαρες γυναίκες και 20% για τις παχύσαρκες, σύμφωνα με τα υπάρχοντα επιδημιολογικά δεδομένα.
Η παχυσαρκία μπορεί να μειώσει και την ανδρική γονιμότητα, πιθανώς λόγω του συνδυασμού διαφόρων παραγόντων. «Έχει βρεθεί ότι η παχυσαρκία μπορεί να προκαλέσει και στους άνδρες ορμονικά προβλήματα, καθώς και σεξουαλική δυσλειτουργία. Μπορεί επίσης να οδηγήσει σε νοσήματα όπως ο διαβήτης τύπου 2 και η άπνοια στον ύπνο, που σχετίζονται με μειωμένη τεστοστερόνη και προβλήματα στύσης», εξηγεί ο Δρ. Βασιλόπουλος.
Υπολογίζεται ότι ανά κάθε 10 περιττά κιλά που φέρει ένας άνδρας, η γονιμότητά του μειώνεται 10% κατά μέσον όρο.
Σε συνδυασμένη ανάλυση πολλών μελετών για τις επιπτώσεις του σωματικού βάρους του πατέρα στην αναπαραγωγική ικανότητα του ζευγαριού, βρέθηκε ότι οι παχύσαρκοι άνδρες είχαν περισσότερες πιθανότητες να πάσχουν από υπογονιμότητα. Είχαν επίσης μειωμένες πιθανότητες να αποκτήσουν παιδί με τη βοήθεια της εξωσωματικής. Αυτό πιθανώς οφείλεται στο ότι η παχυσαρκία μειώνει την ποιότητα των σπερματοζωαρίων και αλλάζει την φυσική και μοριακή δομή των σπερματοκυττάρων.
Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι πολλοί παχύσαρκοι άνδρες έχουν χαμηλό όγκο και μειωμένη κινητικότητα σπερματοζωαρίων. «Η ποσότητα και η ποιότητα των σπερματοζωαρίων έχουν καθοριστική σημασία για την αναπαραγωγική ικανότητα του άνδρα», τονίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος.
Τα καλά νέα είναι ότι οι παρεμβάσεις απώλειας βάρους, ιδίως όταν συνδυάζουν δίαιτα και γυμναστική, ενδέχεται να αποκαταστήσουν την τακτικότητα του έμμηνου κύκλου και να βελτιώσουν τις πιθανότητες εγκυμοσύνης της γυναίκας.
Μελέτες έχουν δείξει πως στις γυναίκες με ανωοθυλακιορρηξία, μπορεί να είναι αρκετή η απώλεια του 5-10% του αρχικού σωματικού βάρους για να επανέλθει η απελευθέρωση των ωαρίων.
Επειδή, εξάλλου, η δίαιτα και η άσκηση είναι πιο καλές με παρέα, τα ζευγάρια πρέπει να γνωρίζουν ότι έχουν διπλάσιες πιθανότητες επιτυχίας όταν προσπαθούν να αδυνατίσουν μαζί.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ