Προσοχή συνιστάται έναντι της μόλυνσης από SARS-CoV-2 στους ασθενείς με σύνδρομο Conn (πρωτοπαθή; Αλδοστερονισμός), σύμφωνα με μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Journal of the Endocrine Society, η υπερβολική παραγωγή αλδοστερόνης. Η ορμόνη που εκκρίνεται από τα επινεφρίδια για τον έλεγχο της ισορροπίας υγρών και ηλεκτρολυτών του σώματος, αποτελεί παράγοντα καθορισμού της πορείας της λοίμωξης.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, κομβικό σημείο θεωρείται η εμπλοκή του συστήματος των ορμονών ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης και στις δύο παθήσεις. «Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός (γνωστός ως σύνδρομο Conn) προκύπτει από την υπερπαραγωγή αλδοστερόνης, συνήθως λόγω ανάπτυξης αδενώματος στα επινεφρίδια που προκαλεί την έκκριση της συγκεκριμένης ορμόνης σε μεγαλύτερη ποσότητα από τη φυσιολογική. Η πάθηση οδηγεί σε αρτηριακή υπέρταση και υποκαλιαιμία η οποία συνήθως διαγιγνώσκεται καθυστερημένα. Έχει, όμως, σοβαρές καρδιομεταβολικές επιπτώσεις, όπως εγκεφαλικά επεισόδια και σακχαρώδη διαβήτη» επισημαίνει ο Καθηγητής Χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής της Χειρουργικής Κλινικής στον Όμιλο ΥΓΕΙΑ, κ. Δημήτρης Λινός. Ο καθηγητής προσθέτει πως «η γνώση της ύπαρξης πρωτοπαθούς υπεραλδοστερονισμού θα μπορούσε όχι μόνο να οδηγήσει στη θεραπεία της αρτηριακής υπέρτασης και των συμπτωμάτων της υποκαλιαιμίας που τη συνοδεύουν, αλλά και την αποφυγή των συνεπειών της λοίμωξης από τον νέο κορωνοϊό, όπως αναφέρει η μελέτη αυτή».
Ο πρωτοπαθής αλδοστερονισμός, όπως και η λοίμωξη COVID-19 επίσης προκαλεί νοσηρότητα και θνησιμότητα, λόγω καρδιοαγγειακών επιπλοκών. Στη μελέτη Primary Aldosteronism and COVID-19-related Management, Disease Severity and Outcomes/COVID-19 η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε πώς αλληλεπιδρούν οι δύο παθήσεις, αξιολογώντας τoν πρωτοπαθή αλδοστερονισμό ως παράγοντα κινδύνου για λοίμωξη COVID-19. Στη συνέχεια, οι επιστήμονες συνέκριναν τη διαχείριση, τη σοβαρότητα της νόσου και τα αποτελέσματα κατά τη διάρκεια της νόσησης από COVID-19 με έναν πληθυσμό υπερτασικών ασθενών παρόμοιου προφίλ, που η αρτηριακή πίεση δεν οφειλόταν σε κάποια πάθηση, αλλά σε κληρονομικότητα, παχυσαρκία ή ανθυγιεινή διατροφή (ιδιοπαθής).
Από τους ασθενείς με πρωτοπαθή αλδοστερονισμό, οι 81 είχαν αρνητική εξέταση PCR για COVID-19, ενώ οι 43 θετική. Τα περισσότερα άτομα που είχαν μολυνθεί από κορονοϊό ήταν γυναίκες. Οι ερευνητές βρήκαν, επίσης, ότι η αλδοστερόνη ούρων 24ώρου κατά την αρχική διάγνωση της COVID-19 έτεινε να είναι υψηλότερη σε ασθενείς με αλδοστερονισμό και κορονοϊό, σε σύγκριση με εκείνους που δεν είχαν μολυνθεί από τον SARS-CoV-2. Επομένως, τα επίπεδα της ορμόνης αποτελούν ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα της λοίμωξης.
Μεταξύ των ασθενών με SARS-CoV-2, εκείνοι με πρωτοπαθή αλδοστερονισμό είχαν σημαντικά υψηλότερη επίπτωση καρδιαγγειακών επιπλοκών, συγκριτικά με όσους είχαν υπέρταση από άλλη αιτία. Συνεπώς,οι συγκεκριμένοι ασθενείς διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν καρδιαγγειακά προβλήματα, απ’ όσους δεν έχουν τη συγκεκριμένη πάθηση των επινεφριδίων και ακόμα περισσότερο από τους υγιείς.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ