Ραγοειδίτιδα. Αυτή είναι σίγουρα μια λέξη που ελάχιστοι γνωρίζουν. Πλήττει, όμως, την όραση χιλιάδων ασθενών και στην Ελλάδα. Όπως ανέφερε σε συνέντευξη τύπου γύρω από την πάθηση και τις θεραπευτικές επιλογές, ο Ν. Μαρκομιχελάκης, Οφθαλμίατρος και Επιστημονικός Υπεύθυνος του Ινστιτούτου Οφθαλμικής Φλεγμονής & Παθολογίας Οφθαλμού, καταγράφονται 30 με 50 νέα περιστατικά ανά 100 χιλιάδες πληθυσμού ετησίως, ενώ οι νέες περιπτώσεις στην Ελλάδα υπολογίζονται σε περίπου 4 χιλιάδες. Η ραγοειδίτιδα συμπεριλαμβάνει μία ομάδα ασθενειών που χαρακτηρίζονται από φλεγμονή του ραγοειδούς χιτώνα, δηλαδή του μεσαίου στρώματος του οφθαλμού. Η όραση θολώνει και περιορίζεται σημαντικά, με την πάθηση να οδηγεί και στην τύφλωση. Ειδικότερα, τα συμπτώματα της ραγοειδίτιδας μπορεί να εμφανιστούν ξαφνικά στο ένα ή και στα δύο μάτια των ασθενών και να επιδεινωθούν ραγδαία. Αν και έχουν παρατηρηθεί και περιπτώσεις σταδιακής ανάπτυξης τους. Περιλαμβάνουν κυρίως ερυθρότητα και πόνο στο μάτι, ευαισθησία στο φως, θολή ή μειωμένη όραση, κινούμενες κηλίδες στο οπτικό πεδίο του ασθενούς (floaters). Η πάθηση προκαλεί σοβαρή μείωση όρασης στο 35% των ασθενών και στο 10% τύφλωση, ενώ περίπου 400 ασθενείς στην Ελλάδα τυφλώνονται κάθε χρόνο από ραγοειδίτιδα. Μάλιστα, αποτελεί την 5η αιτία τύφλωσης στον ανεπτυγμένο κόσμο, ενώ το 15% των ασθενών με τύφλωση πάσχουν από ραγοειδίτιδα. Η νόσος μπορεί να εκδηλωθεί από τη βρεφική ηλικία μέχρι και πολύ μεγάλες ηλικίες, ανεξαρτήτως φύλου. Οι ασθενείς, ωστόσο, είναι κυρίως άτομα ηλικίας 20 έως 65 ετών, αλλά και παιδιά. Σε ένα ποσοστό σχεδόν 50%, δεν είναι εφικτή η εξακρίβωση της αιτίας για την εμφάνιση της νόσου (ιδιοπαθής ή άγνωστης αιτιολογίας). Για τις υπόλοιπες περιπτώσεις καταγράφονται μια σειρά αιτιών με κυριότερα το τραύμα ή χειρουργική επέμβαση, αυτοάνοσο νόσημα, φαρμακευτική αγωγή ή λοίμωξη. Συνεπώς, η νόσος αποτελεί εκδήλωση ενός συστηματικού νοσήματος ή περιορίζεται αποκλειστικά στο μάτι. «Οι ραγοειδίτιδες αποτελούν μια ετερογενή ομάδα σπάνιων νοσημάτων, που προσβάλλουν κυρίως τις ηλικιακές ομάδες που αποτελούν τον ενεργό πληθυσμό. Σύμφωνα με την εμπειρία μου, η αιτιολογία των ραγοειδιτίδων είναι αντίστοιχη με αυτή που αναφέρεται και στον υπόλοιπο κόσμο, όπως και οι κλινικές εκδηλώσεις τους, δηλαδή πόνος, φωτοφοβία, ερυθρότητα, θόλωση όραση και μυοψίες», δήλωσε ο κ. Μαρκομιχελάκης. Η απώλεια της όρασης που συνδέεται με τη ραγοειδίτιδα, μπορεί να επηρεάσει πολλές πτυχές της ζωής των ασθενών, μεταξύ αυτών τις καθημερινές τους δραστηριότητες, την κοινωνική τους ζωή, την ικανότητά τους να εργαστούν ή να οδηγήσουν. Η τύφλωση είναι η πιο ολέθρια συνέπεια της ραγοειδίτιδας. Οι επιπτώσεις της νόσου επηρεάζουν τους ασθενείς τόσο σε προσωπικό όσο και κοινωνικό επίπεδο, καθώς αφενός η φροντίδα τους απαιτεί περισσότερους πόρους από το σύστημα υγείας ενώ οι ίδιοι αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο απουσίας από τη δουλειά τους ή αποχώρησης από την αγορά εργασίας.
Διάγνωση & Θεραπεία Η διάγνωση της ραγοειδίτιδας, γίνεται με συνδυασμό κλινικής εξέτασης και εργαστηριακών ευρημάτων (απεικονιστικών και άλλων μεθόδων). Επειδή έως και στο 25% των περιπτώσεων η αιτία είναι κάποια λοίμωξη, το πρώτο που πρέπει αρχικά να διευκρινιστεί είναι αν η ραγοειδίτιδα είναι λοιμώδης ή όχι. Είναι σημαντικό να επισημανθεί πως, παρά το γεγονός ότι για πολλές περιπτώσεις η αιτία παραμένει άγνωστη, ο ασθενής θα πρέπει να λαμβάνει την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία συμβάλουν καταλυτικά στη διατήρηση και βελτίωση της όρασης του ασθενούς. Τόσο η διάγνωση, όσο και η θεραπεία της ραγοειδίτιδας μπορεί να είναι περίπλοκες, καθώς περίπου το ένα τρίτο των ασθενών με μη λοιμώδη αιτιολογία, έχουν επίσης διαγνωστεί με υποκείμενο αυτοάνοσο νόσημα και ενδέχεται οι ίδιοι ασθενείς να παρακολουθούνται παράλληλα από οφθαλμίατρο και ρευματολόγο. «Πολλές φορές ο Οφθαλμίατρος συνεργάζεται με ιατρούς άλλων ειδικοτήτων, όπως Ρευματολόγοι ή Παιδίατροι, τόσο για την ολοκληρωμένη διάγνωση της νόσου, καθώς ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών παρουσιάζει και άλλα νοσήματα, τα οποία προκαλούν ραγοειδίτιδα, όσο και για τη θεραπεία. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει μειωθεί το ποσοστό των ασθενών που τυφλώνονται εξ αιτίας της ραγοειδίτιδας, τόσο λόγω της καλύτερης συνεργασίας μεταξύ των ιατρών όσο και της χρήσης ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Μαρκομιχελάκης. Επί του παρόντος, η κορτιζόνη συνιστά τη βασική θεραπεία, στις μη λοιμώδεις μορφές της νόσου, ενώ η αγωγή αυτή μπορεί να μην είναι αποτελεσματική σε όλους τους ασθενείς και επιπλέον μπορούν να προκαλέσει σοβαρές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες, ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως γλαύκωμα, καταρράκτη, οστεοπόρωση κ.α. «Η πρώτη επιλογή των Οφθαλμιάτρων, όσον αφορά τη θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου, είναι η κορτιζόνη στη μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών, είτε σε τοπική μορφή είτε σε από του στόματος ή ενδοφλέβια μορφή. Όμως, λόγω των πολλών παρενεργειών, η αγωγή με κορτικοστεροειδή δεν μπορεί να συνεχίζεται για πολύ μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα. Επιπλέον, μερικοί ασθενείς δεν ανταποκρίνονται στην κορτιζόνη και χρειάζονται άλλη θεραπεία. Χρησιμοποιούνται τα τελευταίο χρόνια μια σειρά ανοσοτροποποιητικών φαρμάκων που χορηγούνται από του στόματος. Ωστόσο, αν και είναι αποτελεσματικά σε ένα ποσοστό των ασθενών, μερικοί άλλοι ασθενείς εμφανίζουν μη ικανοποιητική ανταπόκριση και επιπλέον η δράση τους μπορεί να αργήσει να εμφανιστεί», ανέφερε η Σοφία Ανδρούδη, Επίκουρος Καθηγήτρια Οφθαλμολογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας & Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Οφθαλμικών Φλεγμονών & Λοιμώξεων (ΕΕΜΟΦΛ). Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) ανακοίνωσε πρόσφατα την έγκριση νέας ένδειξης του βιολογικού παράγοντα adalimumab για τη θεραπεία ορισμένων μορφών μη λοιμώδους ραγοειδίτιδας. Το adalimumab στοχεύει και βοηθά στη δέσμευση του παράγοντα TNF-α, μιας συγκεκριμένης αιτίας φλεγμονής, που μπορεί να παίζει ρόλο στη ραγοειδίτιδα. «Η πιο πρόσφατη ομάδα θεραπειών που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία των ραγοειδιτίδων είναι οι βιολογικοί παράγοντες που χορηγούνται σε ενέσιμη μορφή. Οι δυο μελέτες που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα έδειξαν ότι οι ασθενείς που έλαβαν ανταλιμουμάμπη είχαν μείωση του κινδύνου αποτυχίας της θεραπείας, είτε βρίσκονταν σε έξαρση λόγω μη ανταπόκρισης στα κορτικοστεροειδή είτε ήταν σε ύφεση και έπρεπε να διακόψουν σταδιακά τα κορτικοστεροειδή. Επίσης, και οι δύο μελέτες έδειξαν ότι οι ασθενείς αυτοί είχαν περισσότερες πιθανότητες να διατηρήσουν την οπτική οξύτητα κατά την διάρκεια της παρακολούθησής τους», σημείωσε η κ. Ανδρούδη. Στις κλινικές μελέτες που διεξήχθησαν για να διαπιστωθεί το όφελος στους ασθενείς με ραγοειδίτιδα από τη χρήση adalimumab συμμετείχαν, συνεισφέροντας ασθενείς, και 3 ελληνικά κέντρα. Η απόφαση του EMA αποτελεί σημαντική εξέλιξη στη διαχείριση της νόσου, καθώς το adalimumab είναι πλέον η πρώτη και μοναδική εγκεκριμένη βιολογική θεραπεία για τη μη λοιμώδη ενδιάμεση ραγοειδίτιδα, οπίσθια ραγοειδίτιδα και πανραγοειδίτιδα σε ενήλικες ασθενείς με ανεπαρκή ανταπόκριση στην κορτιζόνη, σε ασθενείς για τους οποίους απαιτείται σταδιακή μείωσή της, καθώς και σε ασθενείς που αντενδείκνυται η θεραπεία με κορτιζόνη.
Υπεύθυνη Σύνταξης στο Virus.com.gr - Αρχισυντάκτρια του περιοδικού Pharma & Health Business
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ