Του Παναγιώτη Τρόντζα, Ρευματολόγου, τ. Προέδρου της ΕΡΕ-ΕΠΕΡΕ.
Οι ρευματικές παθήσεις (ΡΠ) είναι περισσότερες από 200 και προσβάλλουν κυρίως τις αρθρώσεις, τους μυς και τα μαλακά μόρια. Περιλαμβάνουν νοσήματα τα οποία μπορεί να είναι εκφυλιστικά, όπως η οστεοαρθρίτιδα, μεταβολικά, όπως η οστεοπόρωση, φλεγμονώδεις αρθρίτιδες, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα και η ψωριασική αρθρίτιδα, συστηματικά αυτοάνοσα φλεγμονώδη νοσήματα, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, το σκληρόδερμα, οι αγγειίτιδες κ.λπ.
Οι συστηματικές αυτοάνοσες και οι φλεγμονώδεις ΡΠ εμφανίζουν σημαντικές συννοσηρότητες με προσβολή, εκτός των αρθρώσεων, και εσωτερικών οργάνων. Οι περισσότερες από αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε μεγάλου βαθμού σωματική μειονεκτικότητα ή αναπηρία και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και στον θάνατο.
Άτομα όλων των ηλικιών (ακόμα και στην παιδική ηλικία) και των δύο φύλων μπορεί να εμφανίσουν ρευματική πάθηση. Υπολογίζεται ότι από ΡΠ προσβάλλεται το 1/4 του πληθυσμού των αναπτυγμένων χωρών σε κάποια στιγμή της ζωής τους. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), τα άτομα με ΡΠ ανέρχονται σε 120.000.000, ενώ στην Ελλάδα υπολογίζονται σε περίπου 3.000.000 άτομα. Στο σύνολο του ενήλικου ελληνικού πληθυσμού 13% πάσχουν από οστεοαρθρίτιδα, 11% από οσφυαλγία, 4,8% από αυχεναλγία, 4,5% από οστεοπόρωση και 2,1% από φλεγμονώδη συστηματικά ρευματικά νοσήματα. Επιπροσθέτως, υπολογίζεται ότι 1:1000 παιδιά πάσχει από χρόνια ρευματική πάθηση.
Στις περισσότερες περιπτώσεις των ΡΠ η αιτιολογία παραμένει άγνωστη. Κληρονομικοί παράγοντες επηρεάζουν την εμφάνισή τους, ωστόσο η φύση των παραγόντων αυτών και ο τρόπος της κληρονομικότητας δεν είναι ακόμα γνωστοί. Ο τρόπος ζωής (άσκηση, διατροφή, κάπνισμα, επάγγελμα, τόπος διαμονής κ.λπ.) καθώς και οι κλιματολογικές συνθήκες δεν φαίνεται να σχετίζονται άμεσα με την παθογένεια των περισσότερων ρευματικών παθήσεων. Όμως οι παράγοντες αυτοί μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά την εμφάνιση ή/και την εξέλιξη ορισμένων από αυτά τα νοσήματα.
Οι ΡΠ επηρεάζουν την ποιότητα της ζωής, μειώνουν τη φυσική δραστηριότητα περισσότερο από τον σακχαρώδη διαβήτη, τον καρκίνο και τα καρδιαγγειακά νοσήματα, περιορίζουν τις κοινωνικές συναναστροφές, προκαλούν αναπηρία και μειώνουν το προσδόκιμο της ζωής. Οι ΡΠ περιλαμβάνονται διεθνώς ανάμεσα στα κύρια νοσήματα που επιβαρύνουν το κοινωνικοοικονομικό σύνολο, ενώ η ΕΕ τα κατατάσσει στα «σημαντικά» νοσήματα.
Λόγω της φύσης και της εξέλιξης των νοσημάτων αυτών και της επίδρασής τους στην ποιότητα ζωής και την καθημερινότητα των πασχόντων, συνοδεύονται από υψηλές δαπάνες για το σύστημα υγείας, τον ασθενή αλλά και το κοινωνικό σύνολο. Οι δαπάνες αυτές προκύπτουν με τη μορφή του άμεσου κόστους (δαπάνη για τη θεραπεία των πασχόντων, όπως για παράδειγμα για τη φαρμακευτική αγωγή, τη νοσοκομειακή περίθαλψη, τη χειρουργική αποκατάσταση των κατεστραμμένων από τη νόσο αρθρώσεων και τη φυσικοθεραπεία), καθώς και του έμμεσου κόστους, δηλαδή την αξία των αγαθών που χάνονται (δεν παράγονται) λόγω της νόσου, καθώς και την ανάγκη για τη φροντίδα του πάσχοντα από τρίτα πρόσωπα, συνήθως μέλη της οικογένειάς του.
Ακόμα, οι ΡΠ αποτελούν τη σημαντικότερη αιτία αναπηρίας, είναι υπεύθυνες για το 60% των αναρρωτικών αδειών μακράς διαρκείας και οδηγούν εκτός εργασίας το 50% των ασθενών. Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι το 25% των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα εγκαταλείπει την εργασία μέσα στα 5 πρώτα χρόνια από τη διάγνωση, ποσοστό που ανέρχεται στο 40% εάν συνυπάρχει ακόμα μία πάθηση, όπως κατάθλιψη, καρδιακή ή αναπνευστική νόσος.
Επιπλέον, το πρόβλημα της τεράστιας ανεργίας στη χώρα, λόγω της μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης, πλήττει περισσότερο τα άτομα με ΡΠ όπως και άλλες ευπαθείς ομάδες.
Τέλος, το κοινωνικό κόστος των ΡΠ είναι δυσβάστακτο, πλήττει καίρια την κοινωνική ανάπτυξη και ευημερία, ενώ δοκιμάζει την κοινωνική συνοχή. Οι πάσχοντες υφίστανται δραματικές συνέπειες στην προσωπική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική τους ζωή. Ειδικότερα, στο εργασιακό περιβάλλον υφίστανται τον παροπλισμό ή τη στασιμότητα στην ανέλιξή τους με το πρόσχημα της μη περαιτέρω καταπόνησής τους.
Ωστόσο, η έννοια, η σημασία και οι επιπτώσεις των ΡΠ δεν είναι επαρκώς αναγνωρισμένες στην Ελλάδα. Έτσι, δεν αξιοποιούνται τα ευεργετικά αποτελέσματα που μπορούν να προέλθουν από την έγκαιρη διάγνωση και την ορθή θεραπευτική αντιμετώπισή τους.
Είναι απαραίτητη η χάραξη «Εθνικής Στρατηγικής» για την αντιμετώπιση των ΡΠ, με στόχο την κοινωνική αναβάθμιση των ατόμων με ΡΠ και την πλήρη ενσωμάτωση των ατόμων αυτών στην κοινωνία. Εντάσσεται στην εθνική προσπάθεια για την προαγωγή της δημόσιας υγείας στη χώρα μας, με σκοπό την άρση των επικαλύψεων, τον περιορισμό της σπατάλης, την αύξηση της οικονομικής αποδοτικότητας αλλά και τη μείωση των ανισοτήτων πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας.
Σημαντικά οικονομικά οφέλη μπορεί να προκύψουν από την πρώιμη διάγνωση (μέσα στο πρώτο τρίμηνο εκδήλωσης των συμπτωμάτων) και την έγκαιρη ορθή θεραπεία με τα τροποποιητικά της νόσου φάρμακα (DMARDs) ή/και τους βιολογικούς παράγοντες (το αποκαλούμενο παράθυρο ευκαιρίας-window of opportunity). Μειώνονται έτσι οι εγχειρητικές αποκαταστάσεις των κατεστραμμένων αρθρώσεων στη χρόνια εγκατεστημένη νόσο. Τα άτομα καθίστανται ικανά για παραγωγική εργασία και μειώνεται σημαντικά ο αριθμός των ατόμων με ειδικές ανάγκες (ΑΜΕΑ). Παράλληλα, μειώνονται οι δαπάνες υγείας και κοινωνικής ασφάλισης για την υποστήριξη των ΑΜΕΑ (εντατική κλινική και εργαστηριακή παρακολούθηση και θεραπεία, αναπηρικές συντάξεις, επιδόματα κ.λπ.).
Στο πλαίσιο αυτό, το «Εθνικό Συμβούλιο για τις Ρευματικές Παθήσεις», αποτελούμενο από τους εκπροσώπους της επιστημονικής εταιρείας των Ρευματολόγων (ΕΡΕ-ΕΠΕΡΕ) και όλων των ενώσεων ρευματοπαθών διαμόρφωσαν ένα Σχέδιο για τη μακροχρόνια αντιμετώπιση της μάστιγας των ρευματικών παθήσεων στην Ελλάδα. Το Σχέδιο αυτό αποτελείται από 7 άξονες δράσεων, οι οποίοι αφορούν:
Η εφαρμογή του Σχεδίου φιλοδοξεί να επιτύχει την ευρύτερη αναγνώριση, σε εθνικό επίπεδο, των επιπτώσεων των ΡΠ, των μέτρων πρόληψης, της πρώιμης διάγνωσης και της έγκαιρης έναρξης της κατάλληλης φαρμακευτικής θεραπείας, καθώς και όλων των διαθέσιμων αποτελεσματικών παρεμβάσεων που μειώνουν τη νοσηρότητα, την αναπηρία και τον κοινωνικό αποκλεισμό, με τελικό στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ατόμων με ρευματικές παθήσεις.
Το Σχέδιο πρόκειται να υλοποιηθεί σε συνεργασία με κρατικούς ή άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς και εθελοντικές οργανώσεις. Οι οικονομικοί πόροι του Σχεδίου θα επιδιωχθεί να προέλθουν από πολλαπλές και διαφορετικές πηγές (αποθεματικά των φορέων, κρατικοί και αυτοδιοικητικοί οργανισμοί, ευρωπαϊκά προγράμματα, δωρεές, χορηγίες κ.λπ.) και θα διατίθενται αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση των δράσεων του Σχεδίου.
Το Σχέδιο εγκρίθηκε από το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ) και αναμένει εδώ και ένα έτος (αναιτιολόγητη καθυστέρηση) την υιοθέτησή του από τον υπουργό Υγείας για να αρχίσει να υλοποιείται. Μέσω της εφαρμογής του Σχεδίου θα ικανοποιηθούν και οι οδηγίες της ΕΕ, η οποία, από το 2010, προωθεί μέσω της Διακήρυξης των Βρυξελλών:
Πηγή: PhB
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ