Τον ανεπαρκή ύπνο καταδεικνύουν ως τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου για την αντίσταση στην ινσουλίνη και την εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη στις γυναίκες πορίσματα μελέτης.
Ερευνητές εντόπισαν ότι ο χρόνιος ανεπαρκής ύπνος στις γυναίκες μειώνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη και μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο για εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη. Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο Diabetes Care. Τα στοιχεία παρουσιάζουν περιληπτικά οι καθηγήτριες της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σταυρούλα (Λίνα) Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας) και Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Παθολόγος, Καθηγήτρια Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής).
Για τη μελέτη επιλέχθηκαν γυναίκες ηλικίας 20 έως 75 ετών, χωρίς καρδιομεταβολικά νοσήματα και με χρόνο ύπνου 7-9 ώρες τη νύχτα. Πρόκειται για τυχαιοποιημένη, διασταυρούμενη μελέτη με δύο φάσεις 6 εβδομάδων: διατήρηση επαρκούς ύπνου και 1,5 ώρα περιορισμό ύπνου ανά νύχτα. Τα αποτελέσματα περιλάμβαναν μέτρηση επιπέδων γλυκόζης και ινσουλίνης στο πλάσμα, τιμές αντίστασης στην ινσουλίνη (δείκτη HOMA-IR, δείκτη Matsuda κ.ά).
Στη μελέτη έλαβαν μέρος 38 γυναίκες, 27 προεμμηνοπαυσιακές και 11 μετεμμηνοπαυσιακές. Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι ο συνολικός χρόνος ύπνου μειώθηκε κατά 1,34 ± 0,04 ώρες/νύχτα στη φάση του περιορισμού. Οι τιμές ινσουλίνης νηστείας και αντίστασης στην ινσουλίνη αυξήθηκαν με τον περιορισμό ύπνου έναντι του επαρκούς ύπνου. Οι επιδράσεις ήταν πιο έντονες στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Η αλλαγή στη σύσταση του λίπους δεν μεσολάβησε στις επιδράσεις αυτές.
Συμπερασματικά, η μελέτη κατέδειξε ότι η μείωση της διάρκειας ύπνου σε 6,2 ώρες/νύχτα, που αντικατοπτρίζει τη διάμεση διάρκεια ύπνου των ενηλίκων στις ΗΠΑ, για 6 εβδομάδες μειώνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη ανεξάρτητα από την παχυσαρκία. Τα ευρήματα αυτά υπογραμμίζουν τον ανεπαρκή ύπνο ως τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου για την αντίσταση στην ινσουλίνη και την εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη στις γυναίκες.
Μια ακόμη πρόσφατη μέλτη που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο της Ουψάλα και δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open, μαρτυρά ότι οι ενήλικες που κοιμούνται μόνο τρεις έως πέντε ώρες την ημέρα διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2. Αυτό καταδεικνύεται σε μια νέα μελέτη. Η χρόνια στέρηση ύπνου δεν μπορεί να αντισταθμιστεί μόνο με υγιεινή διατροφή. Ο διαβήτης τύπου 2 επηρεάζει την ικανότητα του οργανισμού να επεξεργάζεται το σάκχαρο (γλυκόζη), εμποδίζοντας την απορρόφηση της ινσουλίνης και οδηγώντας σε υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Με την πάροδο του χρόνου, μπορεί να προκαλέσει σοβαρές βλάβες, ιδίως στα νεύρα και τα αιμοφόρα αγγεία, και ως εκ τούτου αποτελεί ένα κλιμακούμενο πρόβλημα δημόσιας υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Λόγω του μεγάλου επιπολασμού προδιαβήτη και διαβήτη, η Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδοτεί παρεμβάσεις στον πληθυσμό αυτό όπως είναι η “Care4Diabetes (C4D): Reducing the burden of non-communicable diseases by providing a multidisciplinary lifestyle treatment intervention for type 2 diabetes”. Στόχος είναι η βελτίωση της υγείας των πολιτών μέσω προγραμμάτων για την αλλαγή του τρόπου ζωής και συγκεκριμένα στη διατροφή, στην άσκηση, στον ύπνο και στη διαχείριση του καθημερινού στρες.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ