Μία σημαντική μελέτη για τη Δημόσια Υγεία στην Ελλάδα παρουσιάστηκε σήμερα από το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ) με την υποστήριξη της φαρμακευτικής εταιρείας MSD. Περιλαμβάνει τεκμηριωμένες προτάσεις για τη δημιουργία μιας σύγχρονης ενιαίας κρατικής υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας, με ισχυρή κεντρική διοίκηση και υπηρεσίες σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, με κατάλληλη στελέχωση από διεπιστημονικής σύνθεσης Σώμα Λειτουργών Δημόσιας Υγείας.
Η μελέτη κυκλοφορεί στη μορφή βιβλίου με τίτλο: Προκλήσεις για την ανάπτυξη της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ. Στην παρπουσίασή της συμμετείχαν γνωστοί επιστήμονες:
- Γιάννης Τούντας, ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής ΕΚΠΑ.
- Γιάννης Κυριόπουλος, ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας ΕΣΔΥ
- Τάσος Φιλαλήθης, ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής πανεπιστημίου Κρήτης
- Αλκιβιάδης Βατόπουλος, καθηγητής Μικροβιολογίας πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής
- Κυριάκος Σουλιώτης, καθηγητής Πολιτικής Υγείας πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Ανάμεσα στα άλλα προτείνεται:
- Τοποθέτηση υφυπουργού δημόσιας υγείας με ενισχυμένες αρμοδιότητες.
- Αναδιάρθρωση και ενίσχυση σε προσωπικό της γενικής γραμματείας δημόσιας υγείας.
- Επαναπροδιορισμός του ρόλου του ΕΟΔΥ με αρμοδιότητα όχι μόνο τα μεταδοτικά νοσήματα, αλλά και τα μη μεταδοτικά, όπως καρδιαγγειακά, καρκίνος κλπ. Ο οργανισμός πρέπει να έχει αμιγώς επιτελικό και επιστημονικό ρόλο, ενώ η υλοποίηση των πολιτικών πρέπει να γίνεται από τις περιφερειακές υπηρεσίες.
- Διασύνδεση των υπηρεσιών δημόσιας υγείας με το ΕΣΥ και τις υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας.
- Να επανασυσταθεί το Εθνικό Συμβούλιο Δημόσιας Υγείας στο οποίο πρέπει να συμμετέχουν εκπρόσωποι συναρμόδιων υπουργείων.
- Όσον αφορά τη χρηματοδότηση, προτείνεται η θέσπιση “φόρων αμαρτίας” π.χ. σε επεξεργασμένες τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε λίπη κλπ. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα είναι στην 25η θέση στις 27 χώρες στη χρηματοδότηση της δημόσιας υγείας.
Οι ειδικοί τόνισαν ότι, στη χώρα μας, ο τομέας της Δημόσιας Υγείας είναι ιδιαίτερα αναιμικός, καθώς δεν αποτέλεσε διαχρονικά προτεραιότητα της Πολιτείας. Τα βήματα που έχουν γίνει, ειδικά τα τελευταία είκοσι χρόνια, είναι λίγα. Οι σχετικοί νόμοι, που ψηφίστηκαν κατά το διάστημα αυτό, περιλαμβανομένου και του πρόσφατου Ν. 4675/2020, παρά τα θετικά σημεία τους, ήταν ατελείς και εφαρμόστηκαν σε εξαιρετικά περιορισμένο βαθμό.
Η ανεπάρκεια του τομέα της Δημόσιας Υγείας αποτελεί τη βασική αιτία της συνεχούς διολίσθησης της χώρας μας στην κατάταξη ως προς το προσδόκιμο ζωής μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα τελευταία 30 χρόνια, αλλά και των αδυναμιών και των καθυστερήσεων στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Για όλους αυτούς τους λόγους, η ανάγκη για ανάπτυξη της Δημόσιας Υγείας στην Ελλάδα είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία και επιτακτική.
Η δραματική εμπειρία της πανδημίας καθιστά τις πολιτικές Δημόσιας Υγείας άμεσης προτεραιότητας. Οι επιδημίες καταπολεμώνται πρωτίστως στην κοινότητα με την εμπλοκή και των τριών βασικών τομέων της Δημόσιας Υγείας, κυρίως σε ό,τι αφορά την επιδημιολογική επιτήρηση, τον σχεδιασμό των εκάστοτε αναγκαίων μέτρων, την οργάνωση των εμβολιαστικών προγραμμάτων, την ενημέρωση και εκπαίδευση του πληθυσμού, την κατάρτιση των αρμόδιων στελεχών, την αξιολόγηση των εφαρμοζόμενων μέτρων και πολιτικών.
Εκτός όμως από τα λοιμώδη νοσήματα και τις αναδυόμενες επιδημίες των τελευταίων 40-50 ετών, το σύγχρονο νοσολογικό πρότυπο κυριαρχείται διεθνώς από τα μη μεταδιδόμενα νοσήματα, στα οποία σημαίνοντα ρόλο διαδραματίζουν τα χρόνια νοσήματα. Τα καρδιαγγειακά νοσήματα, οι καρκίνοι, τα νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος, οι ψυχικές διαταραχές, ο σακχαρώδης διαβήτης, κ.ά. , καθώς και οι «επιδημίες» του καπνίσματος, της παχυσαρκίας, των τροχαίων ατυχημάτων, μπορούν σε μεγάλο βαθμό να προληφθούν με τις κατάλληλες πολιτικές δημόσιας υγείας.
Η πρόληψη των νοσημάτων αυτών προϋποθέτει αποτελεσματική αντιμετώπιση των αιτιών που τα προκαλούν και ενίσχυση των παραγόντων που συντελούν στη βελτίωση της σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας. Οι αιτίες της νόσου και οι παράγοντες της ευεξίας συναποτελούν τους βασικούς προσδιοριστές της υγείας ενός ατόμου ή ενός πληθυσμού, στενά συνυφασμένους με το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον, καθώς και με την ανθρώπινη συμπεριφορά, στο πλαίσιο ενός ολιστικού και οικολογικού «μοντέλου» για την υγεία, που αποτελεί τον πυρήνα της σύγχρονης Δημόσιας Υγείας.