Πολλοί ασθενείς με σύνδρομο long-COVID που υποφέρουν από κόπωση έξι μήνες μετά τη μόλυνση από κορονοϊό εξακολουθούν να έχουν σοβαρές σωματικές διαταραχές έως και 20 μήνες μετά.
Μια νέα μελέτη που διεξήχθη από το Charité-Universitätsmedizin του Βερολίνου και το Κέντρο Max Delbrück διαπίστωσε ότι η συντριπτική πλειονότητα των ασθενών που αναπτύσσουν μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα/σύνδρομο χρόνιας κόπωσης (ME/CFS) και παραμένουν βαριά άρρωστοι, χωρίς καμία αλλαγή, σύμφωνα με medicalexpress.com. Αντίθετα, οι ασθενείς με παρόμοια συμπτώματα που δεν πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για ME/CFS παρουσιάζουν σταδιακή βελτίωση των συμπτωμάτων τους. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό eClinicalMedicine.
Οι ασθενείς που εξακολουθούν να έχουν προβλήματα υγείας τρεις μήνες μετά από μια λοίμωξη SARS-CoV-2, με συμπτώματα που συνεχίζονται για τουλάχιστον δύο μήνες και χωρίς άλλη εξήγηση για τα προβλήματα αυτά, λέγεται ότι έχουν σύνδρομο μετά-COVID (PCS), επίσης γνωστό ως «μακρύ COVID». Τα συμπτώματα ποικίλλουν ευρέως.
Πολλοί άνθρωποι έχουν προβλήματα με την αναπνοή, δυσκολία στη συγκέντρωση ή μικρή έως καθόλου αντοχή. Ένα μεγάλο μέρος των ατόμων με PCS παραπονιέται για κόπωση που μόλις και μετά βίας βελτιώνεται με την κανονική ανάπαυση και αποκατάσταση. Σε πολλές περιπτώσεις, τα άτομα αυτά δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στην καθημερινή ζωή και ακόμη και η μικρή προσπάθεια επιδεινώνει την κατάστασή τους, ένα φαινόμενο γνωστό ως δυσανεξία στην προσπάθεια. Η κατάσταση αυτή είναι σημαντικά συχνότερη στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες.
Η μελέτη επικεντρώνεται σε άτομα που εξακολουθούν να υποφέρουν από σοβαρή κόπωση και δυσανεξία στην άσκηση έξι μήνες μετά την προσβολή από τον ιό SARS-CoV-2 και περιελάμβανε μια ολοκληρωμένη ιατρική εξέταση των 106 συμμετεχόντων -οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν γυναίκες- σε τρεις χρονικές στιγμές με μεσοδιαστήματα αρκετών μηνών.
Δυσοίωνα είναι τα στοιχεία αφού τα άτομα με σύνδρομο post-COVID που παρουσιάζουν σοβαρή κόπωση εξακολουθούν να είναι άρρωστα περισσότερο από ενάμιση χρόνο μετά την αρχική μόλυνση, όπως εξηγεί η Dr. Judith Bellmann-Strobl, μια από τους συγγραφείς της μελέτης και ανώτερη ιατρός του εξωτερικού ιατρείου νευροανοσολογίας στο Κέντρο Πειραματικών και Κλινικών Ερευνών (ECRC), ένα κοινό ίδρυμα του Charité και του Max Delbrück Center. Μόνο το 50% που δεν παρουσιάζει το πλήρες φάσμα των συμπτωμάτων του ME/CFS- εμφανίζει σταδιακή βελτίωση τουλάχιστον ορισμένων συμπτωμάτων.
Οι ερευνητές είχαν παρατηρήσει πέρυσι ότι οι μακροχρόνια πάσχοντες από ΠΧΣ με σοβαρή κόπωση και δυσανεξία στην άσκηση εντάσσονται σε δύο ομάδες. Ορισμένοι από τους ασθενείς πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για ME/CFS, μια σύνθετη νευροανοσολογική νόσο με βασικά συμπτώματα τη σοβαρή κόπωση, τη δυσανεξία στην άσκηση και τη μετα-εκθετική επιδείνωση των συμπτωμάτων που μπορεί να οδηγήσει σε σωματική αναπηρία. Οι ασθενείς της δεύτερης ομάδας εμφανίζουν παρόμοια συμπτώματα, αλλά τα συμπτώματα μετά την άσκηση είναι γενικά ηπιότερα και δεν διαρκούν τόσο πολύ.
Η νέα μελέτη δείχνει ότι η τελευταία ομάδα παρουσιάζει κάποια βελτίωση με την πάροδο του χρόνου, όχι μόνο όσον αφορά την κόπωση, αλλά και όσον αφορά τη γενική κακουχία, τον πόνο και τα προβλήματα συγκέντρωσης. Η λειτουργική ικανότητα των ατόμων αυτών συχνά βελτιώνεται και ορισμένοι από τους μελετηθέντες μπόρεσαν ακόμη και να επιστρέψουν στην εργασία τους. Αντίθετα, οι ασθενείς με ME/CFS μετά το COVID δεν είδαν σχεδόν καμία αλλαγή στα συμπτώματά τους. Υπήρχαν πολύ λίγες εξαιρέσεις. «Επτά από τους 55 ασθενείς με ME/CFS παρουσίασαν βελτίωση στις σωματικές τους βλάβες», διευκρινίζει η Bellmann-Strobl. «Αλλά δεν έχουμε ακόμη εξήγηση γι’ αυτό και δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε ιατρικές ομοιότητες».
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ