Του Κοσμά Ζακυνθινού.
Σημαντικά ανοδικούς ρυθμούς καταγράφει η παγκόσμια αγορά ογκολογίας το 2015, με πάνω από 20 τύπους καρκίνων να εντάσσονται πλέον σε μία ή περισσότερες από τις 70 νέες θεραπείες για τον καρκίνο, που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία πέντε χρόνια. Η συνεχής αύξηση καινοτόμων θεραπειών διαμόρφωσε την αξία της παγκόσμιας αγοράς ογκολογίας στα 107 δισ. δολ. την προηγούμενη χρονιά, ενώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις της IMS Health, αναμένεται να φτάσει στα 150 δισ. δολ. σε αξία μέχρι το 2020.
Οι δαπάνες για τη θεραπεία της ογκολογίας και τα υποστηρικτικά φάρμακα αυξήθηκαν κατά 11,5% το 2015, όπως τονίζει μελέτη υπό τον τίτλο “Global Oncology Trend Report: A Review of 2015 and Outlook to 2020”, επισημαίνοντας παράλληλα πως, στο σύνολό τους, πάνω από 500 εταιρείες ρίχνονται στη μάχη για την ανάπτυξη νέων ογκολογικών φαρμάκων παγκοσμίως.
Για την επόμενη τετραετία, οι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης της συγκεκριμένης αγοράς αναμένεται να «τρέξουν» με ταχύτητες από 7,5% έως 10,5%, εξαιτίας της χρήσης νέων προϊόντων –ιδιαίτερα στον τομέα της ανοσοθεραπείας– η οποία θα κατευθύνει ένα μεγάλο μέρος μεγέθυνσης της αγοράς. Η μελέτη κάνει λόγο για «παρατεταμένη περίοδο καινοτομίας» μέχρι το 2020, με τον «αγωγό» των ογκολογικών φαρμάκων που βρίσκονται σε φάση κλινικής ανάπτυξης να έχει διευρυνθεί κατά 60% στο διάστημα της τελευταίας δεκαετίας.
Η διαθεσιμότητα των νέων θεραπειών κατά του καρκίνου ποικίλλει ευρέως σε όλο τον κόσμο. Από τις 49 νέες δραστικές ουσίες ογκολογίας που αναλύθηκαν στο διάστημα μεταξύ 2010 και 2014, λιγότερες από τις μισές ήταν διαθέσιμες στους ασθενείς στο τέλος του 2015. Ταυτόχρονα, το κόστος της θεραπευτικής ογκολογίας και υποστηρικτικής φροντίδας έχει αυξηθεί από το 2011. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του κόστους φαρμάκων για τον καρκίνο έχει ενταθεί από 3,8% το 2011 σε 11,5% το 2015, σε σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Όπως ήδη έχουν επισημάνει αναλυτές του IMS Health, ο παγκόσμιος προϋπολογισμός για τα φάρμακα αναμένεται να αυξηθεί στα 1,4 τρισ. δολ. το 2020, καθώς νέα φάρμακα για τη θεραπεία του καρκίνου, αλλά και άλλων νόσων, εισέρχονται στην αγορά.
Σχετική έκθεση, με περίπου 225 νέες θεραπείες, αναφέρει ότι θα εμφανιστούν μέσα στα επόμενα χρόνια, από τις οποίες το ένα τρίτο θα είναι ογκολογικές, 75 θα προορίζονται για τις σπάνιες παθήσεις, ενώ οι υπόλοιπες θα είναι για αυτοάνοσα νοσήματα και καρδιακές παθήσεις.
Οι λεγόμενες ειδικές θεραπείες θα κυριαρχήσουν στις δαπάνες, με τις ογκολογικές θεραπείες να αγγίζουν συνολικά τα 110 δισ. δολ. και τα φάρμακα για αυτοάνοσα νοσήματα να ακολουθούν δεύτερα. Οι θεραπείες για την ιογενή ηπατίτιδα θα αγγίξουν τα 48 δισ.
Οι ανεπτυγμένες αγορές θα συνεχίσουν να κατέχουν τη μερίδα του λέοντος των παγκόσμιων δαπανών (περίπου 63%), λόγω των υψηλότερων τιμών και της δυνατότητας πρόσβασης στις νεότερες αλλά και πιο ακριβές θεραπείες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόκειται να ξοδέψουν τα μεγαλύτερα ποσά σε φάρμακα, αφού στη χώρα αντιστοιχεί το 41% του παγκόσμιου προϋπολογισμού. Η Κίνα θα δαπανήσει 150 με 180 δισ. το 2020, αντιπροσωπεύοντας ένα 6-9%. Το ποσοστό ανάπτυξης παγκοσμίως θα είναι 4-7%.
«Μέσα τα επόμενα πέντε χρόνια, περιμένουμε να δούμε έναν μεγάλο αριθμό καινοτόμων θεραπειών, που θα προκύψουν από τα ερευνητικά προγράμματα και τις τεχνολογικές εξελίξεις, τα οποία θα παρέχουν σημαντικές βελτιώσεις στα αποτελέσματα της υγείας», όπως σχολιάζει ο εκτελεστικός διευθυντής του IMS Institute for Healthcare Informatics.
Παίκτες της αγοράς
Ωστόσο, αν συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις της αγοράς, οι σημερινές 20 μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες του κόσμου μέχρι το 2020 θα κατέχουν πλέον λιγότερο από το μισό της φαρμακευτικής αγοράς, όταν σήμερα απορροφούν το 81% της αγοράς φαρμάκου σε αξίες.
Έκθεση της IMS Health για τη θέση των μικρών και μεσαίων ευρωπαϊκών φαρμακευτικών εταιρειών στις τρέχουσες τάσεις της αγοράς αποκαλύπτει ότι οι ευρωπαϊκές μεσαίου μεγέθους εταιρείες αναγνωρίζουν ότι χρειάζονται τολμηρή αλλαγή στρατηγικής, προκειμένου να μη βρεθούν στο τέλμα της προώθησης φαρμάκων πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
Η μελέτη αφορά εταιρείες με πωλήσεις άνω των 500 εκατ. ευρώ-3 δισ. ευρώ, ετησίως και δραστηριοποιούνται στους τομείς των γενοσήμων, των ιατρικών συσκευών και των ΜΗΣΥΦΑ, με το 40% του τζίρου τους να πραγματοποιείται εντός ευρωπαϊκών συνόρων.
Πιο επιτυχημένες φαίνεται πως θα είναι οι εταιρείες που αναγνωρίζουν την ανάγκη αλλαγής χαρτοφυλακίου, ταυτόχρονα με αλλαγή της οργάνωσής τους, αυτές που δεν θα επιδιώξουν να «προφτάσουν» τις 20 μεγάλες φαρμακευτικές ή τις μη ευρωπαϊκές μέσου μεγέθους, αλλά θα εστιαστούν σε καινοτόμα προϊόντα, στα οποία χρειάζεται να δοθεί προσοχή, αλλά δεν θα καλυφθεί η ανάγκη αυτή από τους μεγάλους παίκτες της αγοράς.
Συνήθως, πρόκειται για εταιρείες που ανήκουν σε ιδιώτες ή ιδρύματα, γεγονός που κάποιες φορές αποτελεί πλεονέκτημα και κάποιες φορές πρόκληση. Κι αυτό γιατί τις προστατεύει από εξαγορές και άσκηση πίεσης από τους μετόχους. Από την άλλη όμως, μπορεί να έχει αργή πρόσβαση σε κεφάλαια.
Με μικρές εξαιρέσεις, η επικέντρωση των εταιρειών αυτών σε συνταγογραφούμενα φάρμακα αφορά προϊόντα πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Ένα σημαντικό μέρος των χαρτοφυλακίων τους, το 12% του συνόλου της αξίας, προέρχεται από προϊόντα που κυκλοφορούν πάνω από 40 έτη (οι πρώτες 20 φαρμακευτικές, διεθνώς, από το σύνολο της αγοράς παλαιών φαρμάκων, απορροφούν το 6,6%). Οι μικρές φαρμακευτικές αντιμετωπίζουν την εξής πρόκληση: δίνουν έμφαση στην πρωτοβάθμια φροντίδα και βρίσκονται σε συνεχόμενη εξάρτηση από την ευρωπαϊκή αγορά.
Επιμερισμός
Η IMS Health έχει μοιράσει την αγορά συνταγογραφούμενων φαρμάκων σε δύο τμήματα: α) στα εξειδικευμένα, για σοβαρές παθήσεις, όπως καρκίνο, αυτοάνοσα, σπάνιες παθήσεις, που είναι συνήθως ενέσιμα και συχνά βιολογικά (ως επί το πλείστον, είναι ακριβά φάρμακα, και χρειάζονται ειδικό τρόπο διάθεσης στην αγορά και χορήγησης στους ασθενείς), και β) στα υπόλοιπα, που είναι τα παραδοσιακά φάρμακα πρωτοβάθμιας περίθαλψης, τα οποία χορηγούνται από το στόμα.
Η IMS Health προβλέπει ότι μέχρι το 2018, πάνω από το 90% της φαρμακευτικής αγοράς στην Ευρώπη θα καθορίζεται από τα εξειδικευμένα φάρμακα, με προγράμματα που θα περιορίζουν τις δαπάνες της πρωτοβάθμιας φροντίδας, με στόχο να εξοικονομούνται πόροι για τη χρήση των νέων καινοτόμων θεραπειών.
Στην κατεύθυνση αυτή, οι μεσαίου μεγέθους ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν τρεις βασικές στρατηγικές επιλογές: α) μείωση της εξάρτησης από τη στασιμότητα των εγχώριων αγορών, κάνοντας τις σωστές διεθνείς επιλογές επέκτασης, με δεδομένο προϋπολογισμό και με το χαρτοφυλάκιο να είναι το «κλειδί», β) αλλαγή του χαρτοφυλακίου, μακριά από προϊόντα με μικρή διαφοροποίηση, ευάλωτα στον ανταγωνισμό, και στροφή σε εξειδικευμένες περιοχές, στις οποίες η χαρακτηριστική τοποθέτηση είναι εφικτή, γ) εκσυγχρονισμός και εξορθολογισμός του εμπορικού μοντέλου, μακριά από τα υψηλά πάγια έξοδα των παραδοσιακών πωλήσεων, σε κάτι πιο ευέλικτο, που να ανταποκρίνεται στις αλλαγές στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, την προσβασιμότητα του γιατρού και την κίνηση σε απευθείας σύνδεση.
Πηγή: PhB
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ